Η γυναικεία ποντιακή φορεσιά έχει στοιχεία από το βυζαντινό κουστούμι. Το χαρακτηριστικό της ένδυμα είναι η «ζιπούνα» ή «ζουπούνα».
Καθιερώθηκε σαν ορολογία για ολόκληρη τη φορεσιά.
Στον δυτικό Πόντο η ζιπούνα λεγόταν εντερίν ή αντερί. Την συναντούμε διαφοροποιημένη λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και της κοινωνικής θέσης της κάθε γυναίκας. Επίσης η ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση της υφασματολογίας και της χρωματολογίας.
Ζιπούνα
Μακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους. Η βάση του ήταν ένα κομμάτι μήκους 3 μ. και φάρδους 50 εκ. (τα υφάσματα εκείνη την εποχή ήταν μονόφαρδα, 50-80 εκ.). Το δίπλωναν στη μέση και έδιναν μια ψαλιδιά 6 εκ. οριζόντια και 8 εκ. κάθετα για λαιμόκοψη.
Από τους ώμους κάθετα προς το στήθος έδιναν άνοιγμα 25 εκ. Στα τέσσερα πλαϊνά ένωναν κομμάτια υφάσματος 1 μ. ύψος, 3 εκ. επάνω και 20 εκ. κάτω.
Τα κομμάτια ξεκινούσαν από τη μέση και κατέληγαν στους αστραγάλους με αποτέλεσμα το φόρεμα να σχηματίζει γραμμή «Α». Επιπλέον ένωναν άλλα δύο κομμάτια μπροστά που ξεκινούσαν από το άνοιγμα του στήθους και κατέληγαν και αυτά στους αστράγαλους. Είχαν μήκος 1,20 μ., ενώ το φάρδος επάνω ήταν 3 εκ. και κάτω 20 εκ.
Τα μανίκια ξεκινούσαν από τον ώμο και κατέληγαν στον καρπό. Διπλωμένα είχαν φάρδος 20 εκ. επάνω και 14 εκ. στον καρπό. Κάτω από τη μασχάλη ένωναν τρίγωνα υφάσματος που ένωναν τα μανίκια με το κυρίως φόρεμα. Αυτά έδιναν αέρα στην κίνηση των χεριών. Τα μανίκια κάτω είχαν ανοίγματα 10 εκ. το καθένα.
Μπροστά η ζιπούνα έκλεινε με κουμπιά. Με κουμπιά έκλειναν και τα μανίκια, όχι όμως σε όλες τις ζιπούνες. Στον δυτικό Πόντο συναντούμε ζιπούνες χωρίς κουμπιά, με βαθύ άνοιγμα στο στήθος και ανοίγματα στα πλαϊνά.
Το φόρεμα περιμετρικά ήταν κεντημένο με σοτάζ και κορδόνι σε χρυσή ή υφαντή κλωστή. Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με ύφασμα από βαμβακερό κάμποτο, σε άσπρο κυρίως χρώμα. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν:
- Μεταξωτό μπροκάρ (ύφασμα που μέσα σχημάτιζε λουλούδι από το ίδιο το υφάδι του),
- Μεταξωτό ταφτά (μονόχρωμο ύφασμα),
- Ταφτά σανσάν (το ύφασμα που κάνει διάφορα χρώματα),
- Ταφτά μουαρέ (το ύφασμα που κάνει διάφορα νερά),
- Σουά σοβάζ (άγριο μετάξι «κρουστό»),
- Δαμάσκο μπροκάρ,
- Βελούδο Γερμανίας,
- Ριγωτά βαμβακομέταξα υφάσματα με χρυσή κλωστή,
- Ριγωτά υφαντά (βαμβάκι-μαλλί).
Το πιο διαδεδομένο ριγωτό ήταν το «κουτνί», το οποίο συναντούμε όχι μόνο στον Πόντο αλλά και στην υπόλοιπη Μ. Ασία.
Σαλβάρ’
Φαρδιά βράκα που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, το δεξί και το αριστερό σκέλος και το καβάλο εμπρός και πίσω. Το ύφασμα του κάθε σκέλους είχε φάρδος 80 εκ. και του καβάλου 70 εκ. Τα τέσσερα αυτά κομμάτια τα ένωναν, και σαν αποτέλεσμα έβγαζαν μια πολύ φαρδιά βράκα που είχε ύψος 1,30 μ.
Στη μέση περνούσαν κορδόνι και έτσι το ρούχο σχημάτιζε πολλές πτυχές.
Το σαλβάρι το έδεναν στα γόνατα και το υπόλοιπο του υφάσματος έπεφτε στη μέση της γάμπας. Το φάρδος του ήταν τέτοιο που εξυπηρετούσε ως φουρό παλιάς εποχής για να στέκεται όμορφα η ζιπούνα.
Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν το «ατλάζι» (είδος μεταξιού) και το «ρεγιόν» (τεχνητή μέταξα). Στη λαϊκή φορεσιά τα σαλβάρια τα κατασκεύαζαν από βαμβακερά υφάσματα από λινάρι ή κάνναβη (φυτικές ίνες). Το εσωτερικό ήταν επενδυμένο με κάμποτο ή χασέ.
Καμίς
Υποκάμισο που συνόδευε την επίσημη ενδυμασία. Για το καμίς χρησιμοποιούσαν μεταξωτό κουκούλι, χασέ και δαντέλα.
Το μεταξωτό το έβαζαν σε εμφανή σημεία (μανίκια και στήθος) και το χασέ σε κρυφά σημεία (πλάτη και πάνω μέρος χεριών). Τη δαντέλα την χρησιμοποιούσαν στα τελειώματα του ρούχου (μανίκι και γιακά).
Σπαρέλ’ ή σπαλέρ’
Πήρε το όνομά του από το ρήμα ασφαλίζω-ασπαλίζω, δηλαδή κλείνω-δένω γύρω από το σώμα, ή από τη λέξη σπάλα, τα πλαϊνά του θώρακα. Το σπαλέρ ή σπαρέλ ήταν κομμάτι υφάσματος 45 ή 50 εκ. φάρδος και 50 ή 60 εκ. ύψος. Επάνω το ύφασμα σχημάτιζε ημικύκλιο για να εφάπτεται με το λαιμό.
Περιμετρικά του λαιμού κεντούσαν κορδόνι σε διάφορα σχέδια, με φάρδος 5 εκ.
Το σπαρέλ έδενε στο λαιμό και τη σπάλα με κορδέλες, τα «δέματα» όπως τα ονόμαζαν. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν διάφορα, ριγωτά ή μονόχρωμα, μεταξωτά ή βελούδα, και ήταν ντουμπλαρισμένα με χασέ. Τα φορούσαν οι γυναίκες, συνήθως στον ορεινό όγκο του Πόντου, μέσα από τη ζιπούνα.
Μεσοφούστανο
Μονοκόμματο ύφασμα 4-5 μ. περίπου, το οποίο έκλεινε με μια ραφή πίσω. Επάνω έμπαινε λάστιχο ή κορδόνι με αποτέλεσμα να σχηματίζει πτυχές. Είχε ύψος 85 εκ. Το φορούσαν οι γυναίκες για φούστα.
Το συναντούμε κυρίως στην περιοχή της Τόνιας και του Καρς, στην περιοχή της Ματσούκας, όπως και στην περιοχή του δυτικού Πόντου.
Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν βαμβακοφανέλα μονόχρωμη, βαμβακομέταξο ριγωτό ύφασμα και κασμιροφανέλα. Το μεσοφούστανο συνήθως ήταν αφοδράριστο.
Καμισόλα
Υποκάμισο φαρδύ στον κορμό και τα μανίκια, με ή χωρίς ραφή στους ώμους. Το ύψος της ήταν 75 εκ. και το φάρδος της περιμετρικά 1,20 μ. Μπροστά είχε άνοιγμα μέχρι το στήθος. Δεξιά και αριστερά του λαιμού σχηματίζονταν δύο γιακάδες σε οβάλ σχέδιο.
Τα μανίκια διπλωμένα είχαν φάρδος η κάθε πλευρά 25 εκ. από το ύψος του ώμου μέχρι τον καρπό.
Η καμισόλα σχημάτιζε σφηκοφωλιά (λάστιχο ραμμένο) στη μέση και τους καρπούς των χεριών.
Την κατασκεύαζαν από τσερβόλ (ή τσελβόλ) ύφασμα, λινάτσα ή βαμβακοφανέλα, σε μονόχρωμες συνήθως αποχρώσεις. Εσωτερικά ήταν αφοδράριστη. Η καμισόλα ως ένδυμα συνόδευε το μεσοφούστανο στις περιοχές Καρς-Τόνια και στον δυτικό Πόντο.
Μακρογούνι
Επίσημο ένδυμα που εξυπηρετούσε ως παλτό. Πανωφόρι αστικών περιοχών. Ήταν ραμμένο σε γραμμή «Α» στον κορμό, και τα μανίκια ήταν χωρίς κουμπιά. Το μάκρος του ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στους αστράγαλους.
Το ύφασμα ήταν μάλλινο (τσόχα ή κασμίρ) σε διάφορα χρώματα, κυρίως βυσσινί, καφέ, μπλε και μαύρο. Η επένδυσή του ήταν εσωτερικά από γούνα αρκούδας για να προφυλάσσει από το κρύο.
Εξωτερικά για λόγους προστασίας από το κρύο αλλά και για λόγους καλαισθησίας χρησιμοποιούσαν γούνα αλεπούς, κάθετα στα δύο ανοίγματα εμπρός.
Το φορούσαν σε όλη τη Μ. Ασία από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε διάφορες παραλλαγές.
Κοντογούνι
Πανωφόρι από βελούδινο ύφασμα. Το συναντάμε σε δύο μήκη. Το ένα μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση και το άλλο μήκος ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στους γοφούς.
Σε αντίθεση με το μακρογούνι ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στον κορμό και στα μανίκια.
Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας σε χρώματα κυρίως δαμασκηνί, μπλε, μαύρο και κυπαρισσί. Ήταν ανοιχτό μπροστά, χωρίς κουμπιά, και τα τελειώματα στα μανίκια και τη μέση ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι.
Εσωτερικά ήταν επενδυμένο από ύφασμα ατλάζι (είδος μεταξιού) ή από κάμποτο. Εξωτερικά γύρω από το λαιμό στόλιζαν το κοντογούνι με γούνα αλεπούς.
Κατιφέ
Βελούδινο ζακέτο. Η λέξη κατιφέ είναι γαλλική και σημαίνει βελούδο. Έτσι υιοθετήθηκε και στον Πόντο. Το μάκρος του ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση. Χρησιμοποιούσαν βελούδο Γερμανίας ή Γαλλίας σε χρώμα δαμασκηνί, κυπαρισσί, μαύρο και μπλε.
Ήταν κεντημένο στο λαιμό, στη μέση, στο στήθος και τα μανίκια, με χρυσό συρμάτινο κορδόνι. Το κέντημα είχε φάρδος 5 εκ. Κάτω από τη μασχάλη υπήρχε σχέδιο κεντημένο το οποίο ονόμαζαν καντίλ ή κεντίλ επειδή σχημάτιζε καντήλα.
Το κατιφέ σχεδίαζαν και κεντούσαν ειδικοί «τερζίδες» (ράφτες). Ήταν απαραίτητο στη νυφική ενδυμασία αλλά και στην ενδυμασία νεαρών κοριτσιών.
Τσόχα
Πανωφόρι καθημερινής χρήσης. Υπήρχε η γυναικεία και η αντρική. Η τσόχα συνήθως ήταν χωρίς επένδυση, και την κατασκεύαζαν από χοντρό μάλλινο ύφασμα – κυρίως σκουρόχρωμο.
Η γυναικεία τσόχα υπήρχε σε δύο τύπους. Στην πρώτη περίπτωση το μάκρος ξεκινούσε από το λαιμό και κατέληγε στους γοφούς, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το μάκρος έφτανε στη μέση της γάμπας. Κούμπωνε στο πλάι, και επάνω υπήρχε ένας μικρός όρθιος γιακάς.
Σαλταμάρκα ή πόλκα ή κοντές
Ορολογίες που συναντούμε σε διάφορες περιοχές του Πόντου. Κοντό πανωφόρι που ξεκινούσε από τον ώμο και κατέληγε στη μέση.
Στη μία περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στα μανίκια και στη μέση. Το ύφασμά του ήταν από τσόχα ή κασμίρ σε διάφορα χρώματα (καφέ, πράσινο, μαύρο και μπλε) και ήταν ανοιχτό μπροστά, με ή χωρίς γιακά. Το εσωτερικό του ήταν επενδυμένο με ριγωτό ή μονόχρωμο ύφασμα από κάνναβη και είχε εσωτερικές τσέπες δεξιά και αριστερά. Περιμετρικά ήταν κεντημένο με δύο σειρές κορδόνι.
Στην άλλη περίπτωση ήταν ραμμένο σε ίσια γραμμή στη μέση αλλά τα μανίκια του σχημάτιζαν μανσέτες που κούμπωναν με κόμψες από ύφασμα ριγωτό σε διάφορα χρώματα, μετάξι κρουστό. Μπροστά είχε κουμπιά φτιαγμένα με γαϊτάνι. Στα τελειώματα του γιακά και των μανικιών είχε κεντημένο κορδόνι.
Σάλ’
Ήταν το σάλι που έβαζαν στους ώμους οι γυναίκες. Το κατασκεύαζαν οι ίδιες από μαλλί κατσίκας. Το συναντούμε σε τρίγωνο ή τετράγωνο σχήμα, το οποίο δίπλωναν στη μέση. Στις άκρες υπήρχαν μικρά πισκούλια (φούντες).
Λιπατέ
Παλτό καθημερινής χρήσης. Το ύφασμα ήταν βαμβακερό καπιτονέ (γαζιά κάθετα και οριζόντια) σε διάφορους χρωματισμούς. Ραμμένη σε ίσια γραμμή με μακριά μανίκια, ανοιχτή μπροστά, με στενό γιακά χωρίς κουμπιά.
Λαχόρ’ ή λαχόρι
Τετράπλευρο υφαντό στον αργαλειό. Ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα. Το σχέδιό του σχημάτιζε κάθετες ρίγες 2-3 εκ. Η μία ρίγα είχε περίπου 8 εκ. απόσταση από την άλλη, και σε αυτό το πλαίσιο σχημάτιζε ψυχεδελικά ημικύκλια τα «λαχούρια».
Τα χρώματά του ήταν έντονα, ζωηρά βαμμένα με φυτικές βαφές του σαφράν, της παπαρούνας και του κάστανου.
Τα βασικά χρώματα ήταν το πορτοκαλοκόκκινο, το κίτρινο της ώχρας, το μπλε σκούρο, το πράσινο ανοιχτό και το μπεζ. Κάθετα στις δύο άκρες υπήρχαν κλεμία (κρόσια), 10 εκ. η κάθε πλευρά.
Πάνω στο λαχόρι οριζόντια της κάθε κάθετης πλευράς έραβαν τα «δέματα», κορδέλες φάρδους 1,5 εκ. Το κάθε «δέμα» είχε μήκος 1,50 μ., και στις δύο άκρες του υπήρχαν πισκούλια (φούντες). Με τα «δέματα» στερέωναν το λαχόρι επάνω στο σώμα.
Το λαχόρι είχε φάρδος 1 μ. και μήκος 1,10μ. Το όνομά του το πήρε από την πόλη Λαχόρη του Πακιστάν.
Κοκνέτσα
Τετράπλευρο ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους. Ήταν παρόμοιο με το λαχόρι.
Το ύφαιναν από «ταγμένο» μαλλί (πολύ άγριο) και βαμβάκι σε πολύ έντονους χρωματισμούς. Σχημάτιζε ρίγες 2-3 εκ. οι οποίες είχαν απόσταση 5 εκ. μεταξύ τους. Στο πλαίσιο των 5 εκ. σχηματίζονταν ρόμβοι.
Το φάρδος της ήταν περίπου 95 εκ. έως 1 μ., το μήκος της 1,20 μ. και τα κρόσια 15 εκ. Την «κοκνέτσα» την φορούσαν συνήθως οι γυναίκες στα χωριά πάνω από τη ζιπούνα ή το μεσοφούστανο. Πάνω από την «κοκνέτσα» έδεναν τη «φοτά».
Ταραπουλούζ’
Γυναικείο μεταξωτό ζωνάρι το οποίο συνδύαζαν οι γυναίκες με το επίσημο ένδυμα. Στην ύφανσή του έβγαζε κάθετες και οριζόντιες ρίγες που είχαν σαν αποτέλεσμα να σχηματίζουν καρό. Υπήρχαν και ταραπουλούζια που σχημάτιζαν μόνο ρίγα.
Τα χρώματά του ήταν έντονα ζωηρά στις αποχρώσεις του κίτρινου της ώχρας, του κεραμιδί, του πράσινου, του μπλε και του μπεζ.
Το μήκος του ήταν 1,20-1,40 μ. και το φάρδος του 33 εκ. Στις δύο άκρες του σχημάτιζε κλεμία με πισκούλια μικρά. Τα κλεμία είχαν μήκος 15 εκ. Συνήθως ένωναν με γαϊτάνι τρία κομμάτια των 33 εκ. και έβγαζαν φάρδος περίπου 1 μ.
Το ταραπουλούζ’ το έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, επειδή όμως ήταν πιο φαρδύ από τα άλλα ζωνάρια, στο δέσιμό του σχημάτιζε ντραπέ.
Το όνομά του το πήρε από την Τρίπολη του Λιβάνου ή ενδεχομένως από την Τρίπολη της Λιβύης.
Φοτά ή πεσταμπάλ ή εμπροστέα
Είδος ποδιάς που φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το λαχόρι. «Φοτά» υπήρχε μεταξωτή και υφαντή. Το φάρδος της ήταν 1,20 μ. και το ύψος της 85 εκ. Σχημάτιζε κάθετες ρίγες και η κάθε ρίγα είχε φάρδος 7-9 εκ.
Ήταν δίχρωμη. Ο πιο διαδεδομένος συνδυασμός ήταν το βυσσινί με το κίτρινο βυζαντινό.
Στην υφαντή φοτά τα κυρίαρχα χρώματα ήταν το μαύρο με το καφέ. Υπάρχουν όμως πάρα πολλές παραλλαγές χρωμάτων: μοβ-πράσινο, κόκκινο-άσπρο, μοβ-μαύρο, πράσινο-πορτοκαλί και μπλε-κόκκινο. Στις αστικές περιοχές «φοτά» φορούσαν οι κυρίες άνω των 40 ετών, ενώ στα ορεινά «φοτά» φορούσαν ακόμη και οι νεαρές κοπέλες. Στην περιοχή της Ματσούκας τη «φοτά» την έδεναν στο πλάι.
Η «εμπροστέα» ήταν ποδιά οικιακής χρήσης. Την φορούσαν οι γυναίκες στην καθημερινή τους εργασία στο σπίτι ή έξω. Το φάρδος της ήταν 1,20 μ. και το μήκος της 85 εκ. Ήταν φτιαγμένη από μονόχρωμο ύφασμα σκούρου ή ανοιχτού χρώματος. Το ύφασμα της συγκεκριμένης ήταν από χασέ ή λινάτσα.
Πεσταμπάλ’ ή εμπροστέα από τσόχα
Συμπλήρωνε το κουστούμι της Σάντας και το κουστούμι της Τόνιας. Στη Σάντα την φορούσαν πάνω από το πανωφόρι που κατασκευάζονταν και αυτό από τσόχα. Ήταν σε βυσσινί σκούρο, κόκκινο ή καφέ χρώμα. Είχε μήκος 85 εκ. και φάρδος 53 εκ.
Περιμετρικά είχε κεντημένο δύο σειρές κορδόνι. Την τσόχινη ποδιά έδεναν με τα «δέματα» (κορδέλες) που στις άκρες τους κρεμόταν κλεμία.
Η ποδιά της Τόνιας ήταν κυρίως φτιαγμένη από μαύρη τσόχα σε μήκος 85 εκ. και φάρδος 1,20 μ. Την έδεναν πίσω επανωτιστά (η μια πλευρά έμπαινε πάνω στην άλλη) με δέματα. Η επιφάνειά της ήταν κεντημένη με πορφυρούς και κίτρινους σταυρούς. Περιμετρικά ήταν πλεγμένη με γαϊτάνι.
Κοσμήματα
Γκιορντάν, γιορτάνι: Αρμαθιά με φλουριά κωσταντινάτα σε τρεις ή τέσσερις σειρές. Τα φλουριά ήταν περασμένα σε αλυσίδες ή κεντημένα σε ύφασμα και τα φορούσαν ημικυκλικά στο λαιμό ή τριγωνικά στο στήθος.
Πεντόλιρα: Τα χάριζαν οι πεθερές στις νύφες την ημέρα του γάμου. Η αξία τους ήταν πέντε φορές μεγαλύτερη από την αξία της τούρκικης λύρας. Τα φορούσαν στο λαιμό ένα ή δύο μαζί με διπλή αλυσίδα «κοχλίδ’».
Καρδίτσας: Έτσι ονόμαζαν τα σκουλαρίκια ή τα μενταγιόν που είχαν σχήμα καρδιάς. Στο κέντρο υπήρχε πέτρα σε διάφορα χρώματα, συνήθως βυσσινί, άσπρη ή γαλάζια. Ήταν φτιαγμένα από χρυσό 24 καρατίων και τα φορούσαν νεαρά κορίτσια.
Πέρλες και μαργαριτάρια: Υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη και μήκη. Τα περνούσαν τρεις ή τέσσερις φορές στο λαιμό.
Κοχλίδ’: Χρυσή ή ασημένια αλυσίδα την οποία τύλιγαν πολλές φορές γύρω από το λαιμό. Έφτανε μέχρι την κοιλιά. Οι σπόνδυλοι της αλυσίδας είχαν το σχήμα σαλιγκαριού, γι’ αυτό την ονόμαζαν κοχλίδ.
Χασίρ’ ή χασιρί: Χειροποίητο κόσμημα σε βυζαντινή γραμμή για το λαιμό και το χέρι. Κατασκευαζόταν από σύρμα χρυσό ή ασημένιο. Κούμπωνε με συρταράκι. Στη μια άκρη είχε αγκράφα στην οποία οι γυναίκες χάραζαν το μονόγραμμά τους.
Περιλαίμια Τα κατασκεύαζαν από ασήμι και υπήρχαν σε διάφορα σχέδια.
Σαμσάδες ή σεπσέδες Ονόμαζαν έτσι τα κωνσταντινάτα φλουριά τα οποία κρεμούσαν σε αλυσίδες. Στην περιοχή του δυτικού Πόντου σαμσάδες ή σεπσέδες έπλεκαν στις πλεξούδες τους.
Καλύμματα κεφαλής
Τεπελίκ’, τεπελίκι (κορυφή) ή τάπλα (δίσκος): Τουρκικές λέξεις. Δισκοειδές καπελάκι που κοσμούσε το γυναικείο κεφάλι. Πήρε το όνομά του από τη λέξη «τεπέ» που σημαίνει κορυφή. Το κατασκεύαζαν εσωτερικά από σκληρό χαρτί (χαρτόνι) και εξωτερικά από τσόχα, σκληρό κάμποτο ή βελούδο. Η περίμετρός του ήταν 10 εκ. Ημικυκλικά περνούσαν χαρτί χοντρό ενός εκατοστού και πάνω σε αυτό έραβαν μία ή δύο σειρές φλουριά κωνσταντινάτα.
Το πάνω μέρος το κάλυπταν με μέταλλο σφυρήλατο σε διάφορα σχέδια, ή σύρμα φτιαγμένο στο χέρι. Στις δύο μεριές, δεξιά και αριστερά, έραβαν κορδέλες τις οποίες έδεναν πίσω στο κεφάλι. Το τεπελίκ το συναντούμε σε όλες τις περιοχές του Πόντου να συνοδεύει τη ζιπούνα. Τεπελίκια φορούσαν και οι γυναίκες στην Αρμενία, την Καππαδοκία και τη Μ. Ασία. Από έρευνα προκύπτει ότι σε κάποιες περιοχές (Καρς) φορούσαν τεπελίκια που κάλυπταν όλη την περίμετρο της κεφαλής.
Κουρσίν: Η λέξη είναι τουρκική. Κουρσίν ονόμαζαν το χρυσό κορδόνι. Υπήρχαν τεπελίκια που στην κορυφή, αντί για μέταλλο, είχαν κεντητό χρυσό κορδόνι, με αποτέλεσμα να ονομάζεται κουρσίν ολόκληρη η τάπλα.
Καμαρά ή καμάρα: Το νυφικό πέπλο και όλα τα στολίδια μαζί με τα κοσμήματα που το συνόδευαν.
Λετσέκ’: Μαντίλι τετράγωνο που το δίπλωναν στη μέση και το φορούσαν οι γυναίκες μέσης ηλικίας στο κεφάλι. Το λετσέκ’ είχε διαστάσεις 1,20 x 1,20 μ. Ήταν σκουρόχρωμο και στο εσωτερικό σχημάτιζε διάφορα σχέδια από το ίδιο το υφάδι του σε έντονα χρώματα.
Περιμετρικά ήταν πλεγμένο γαϊτάνι ή δαντέλα χειροποίητη. Υπήρχαν μαντίλια κεντημένα.
Το ύφασμα ήταν ταγμένη λινάτσα (πυκνή) ή καμβάς (γάζα). Το λετσέκ’ το φορούσαν τριγωνικά στο κεφάλι πάνω από το τεπελίκι ή χωρίς αυτό. Το άφηναν λυτό και οι δύο άκρες του έπεφταν στους ώμους, ωστόσο στην περιοχή της Ματσούκας το φορούσαν δεμένο. Η δεξιά άκρη του περνούσε στην αριστερή μεριά του λαιμού και η αριστερή άκρη του στην δεξιά μεριά του λαιμού. Σταύρωνε κάτω από το πιγούνι και έδενε πίσω στο κάτω μέρος της κεφαλής.
Τσίτι ή κατζοδέτρα: Τετράγωνο μαντίλι καθημερινής χρήσης που το φορούσαν οι κοπέλες και οι γυναίκες του ορεινού Πόντου. Οι διαστάσεις ήταν 1×1 μ. ή 80×80 εκ. Το ύφασμα ήταν τσελβόλ, λινό, βισκόζι ή γάζα. Συνήθως τα συγκεκριμένα μαντίλια ήταν μονόχρωμα, σκούρα αλλά και ανοιχτής απόχρωσης.
Στην περιοχή της Τόνιας ήταν άσπρα και μαύρα. Στη Σάντα το χρώμα ήταν το μαύρο, με λουλούδια σε έντονους χρωματισμούς. Στη Νικόπολη ήταν το σκούρο μπλε, το σκούρο καφέ και το μαύρο. Στον δυτικό Πόντο (Σαφράμπολη, Πάφρα και Σινώπη) συναντούμε μαντίλια σε άσπρο, σε μπεζ και σε κόκκινο χρώμα.
Το δέσιμο στην περιοχή της Ματσούκας κάλυπτε το πιγούνι αλλά το μέτωπο ήταν ανοιχτό. Στη Σάντα οι δύο άκρες σταύρωναν κατευθείαν πίσω στο λαιμό, περνούσαν από το ύψος των κροτάφων πλάι στην κορυφή της κεφαλής.
Στη Νικόπολη αλλά και σε άλλα χωριά της Ματσούκας το μαντίλι κάλυπτε το μέτωπο και το πιγούνι και έδενε πίσω στο λαιμό. Στον δυτικό Πόντο τα κεντημένα μαντίλια τα άφηναν λυτά, με τις άκρες να πέφτουν στους ώμους. Τα μονόχρωμα και σταμπωτά τα έδεναν μπροστά στο λαιμό, κάτω από το πιγούνι.