Εισαγωγή
Η ιστορία του Ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου, ξεκινά από το μύθο, από τότε που ο Φρίξος και η Έλλη ταξίδεψαν πάνω στο Χρυσόμαλλο Δέρας για να αποφύγουν τη θυσία τους από τους θεούς του Ολύμπου. Ακολούθησε ο θάνατος της Έλλης και ο Φρίξος με την άφιξή του στην Κολχίδα ανέθεσε τη φύλαξη του πολύτιμου Δέρατος στο βασιλιά Αιήτη. Η Αργοναυτική εκστρατεία, με τον Ιάσονα και πλήρωμα απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις, αποτέλεσε την προσπάθεια για την κτήση του Χρυσόμαλλου Δέρατος και την απόπειρα για εποικισμό της περιοχής, που αρχίζει αμέσως μετά τον Τρωικό πόλεμο, το 1100 π.Χ.
Οι εγκαταστάσεις κατά την αρχαιότητα
Η Ελληνική παρουσία στον Εύξεινο Πόντο εντοπίζεται, εκτός από τις βαλκανικές του ακτές, σε δύο βασικά κέντρα πρωτευόντως στον μικρασιατικό Πόντο και στη συνέχεια στην κριμαϊκή χερσόνησο. Οι σχέσεις των Ελλήνων με την παρευξείνια περιοχή αναφέρονται στις μυθολογικές αφηγήσεις. Σύγχρονοι ιστορικοί της Μαύρης Θάλασσας επισημαίνουν ότι οι Έλληνες είναι ένας από τους αρχαιότερους λαούς της περιοχής. Τα πρώτα ελληνικά ευρήματα χρονολογούνται στον 10ο αι. π.Χ. Υποστηρίζεται ότι οι Έλληνες προσέγγισαν τις ακτές του Εύξεινου Πόντου κατά την Εποχή του Σιδήρου, περί το 1100 π.Χ. Συμφωνά με άλλη θεωρία, η περιοχή του Πόντου κατοικήθηκε πολύ νωρίτερα από πρωτοελληνικούς πληθυσμούς, εφόσον η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων- σύμφωνα με νεότερες απόψεις-βρίσκεται στον χώρο του Καυκάσου και των ανατολικών ακτών του Εύξεινου Πόντου.
Η πρώτη καταγεγραμμένη, πάντως, εγκατάσταση ταυτίζεται με τον ελληνικό αποικισμό, όταν οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Ηράκλεια και τη Σινώπη, η οποία με τη σειρά της ίδρυσε την Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του μικρασιατικού Πόντου.
Η κύρια μητρόπολη των ελληνικών πόλεων του Πόντου ήταν η μικρασιατική Μίλητος, η οποία κυριάρχησε στον αποικισμό του Εύξεινου Πόντου. Η ίδρυση της Σινώπης τον 9ο αι. π.Χ. αποτέλεσε την απαρχή για ίδρυση μιας σειράς ελληνικών πόλεων σε όλο το μήκος των παραλίων. Στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία) ιδρύθηκαν πολλές ελληνικές πόλεις, όπως το Παντικάπαιον, η Φαναγόρεια, η Θεοδόσια και η Χερσόνησος.
Εκείνη την εποχή η Μίλητος, όπως και άλλες ιωνικές πόλεις, γνώριζε μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη. Ο εποικισμός έδινε διέξοδο στο πρόβλημα υπερπληθυσμού και διεύρυνε την πολιτική και οικονομική επιρροή της πόλης. Μέχρι τον 5ο αι. π.Χ. παρατηρείται μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα ελληνικού πληθυσμού από την Ιωνία προς τον Εύξεινο Πόντο. Τα πολιτικά γεγονότα που σημειωθήκαν μετά το 675 π.Χ., όταν ξεκίνησαν οι πόλεμοι με το κράτος της Λυδίας που διήρκεσαν σχεδόν έναν αιώνα, ενίσχυσαν τα μεταναστευτικά ρεύματα, ειδικά μετά την περσική κατάκτηση και την καταστολή της Ιωνικής Επανάστασης.
Το βασίλειο του Πόντου
Ο Ελληνικός πολιτισμός κυριαρχούσε στο βασίλειο του Πόντου, το οποίο δημιουργήθηκε από την παρθικής καταγωγής δυναστεία των Μιθριδατών. Η συγκεκριμένη δυναστεία προήλθε από την ομάδα εκείνη των Πάρθων που συνεργάστηκε με τα ελληνικά στρατεύματα του Αλεξάνδρου και χρησιμοποιήθηκε για την εμπέδωσης της Ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή. Ο πατέρας του ιδρυτή του βασιλείου, ο Μιθριδάτης ο πρεσβύτερος, επικυριαρχούμενος από τον Αντίγονο, ήταν τύραννος της βιθυνικής Κίου και ανιψιός του τυράννου της Χίου. Ο Αντίγονος διέταξε να θανατωθεί ο Μιθριδάτης με την κατηγορία της προδοσίας. Ο Μιθριδάτης ο νεότερος όμως κατάφερε να διαφύγει και μετά την ήττα που υπέστη ο Αντίγονος στην Ιψό, κατέλαβε μια πόλη στην Παφλαγονία και άρχισε την προσπάθεια κατάληψης του Πόντου. Το 281 ή το 280 π.Χ. έλαβε τον τίτλο του βασιλιά και όρισε πρωτεύουσα του κράτους του την Αμάσεια. Στόχος του ήταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου με την κατάληψη των ελληνικών πόλεων Τραπεζούντας, της Αμισού και της Αμάστριδος. Από αυτές κατάφερε να θέσει υπό την επιρροή του μόνο την τελευταία. Ο Μιθριδάτης Α’, ο οποίος έγινε γνωστός με το προσωνύμιο Κτίστης, είχε άριστες σχέσεις με την Ηράκλεια και το κράτος των Σελευκιδών, το οποίο αναγνώρισε την κυριαρχία του.
Τον Μιθριδάτη Α’ διαδέχτηκε ο γιος του Αριοβαρζάνης, ο οποίος διατήρησε τη συμμαχία με την Ηράκλεια και τους Σελευκίδες. Αμέσως μετά τον θάνατο του, και ενώ στην εξουσία είχε ανέλθει ο ανήλικος γιος του Μιθριδάτη Β’, το κράτος αντιμετώπισε την εισβολή των Γαλατών που λεηλάτησαν την περιοχή του Πόντου. Ο Μιθριδάτης Β’ συνέχισε την πολιτική του πατέρα του, έχοντας παράλληλα στόχο την επέκταση του βασιλείου του. Το 245 π.Χ. παντρεύτηκε την αδελφή του βασιλιά Σέλευκου Β’, Λαοδόκη, και έλαβε προίκα μεγάλο μέρος της Φρυγίας, την Καππαδοκία. Από το σημείο αυτό και έπειτα, οι επιγαμίες με Ελληνίδες πριγκίπισσες-συνδυασμένες με την ύπαρξη ισχυρού ελληνικού στοιχείου στον Πόντο-θα οδηγήσουν στον βαθμιαίο εξελληνισμό της δυναστείας των Μιθριδατών. Το 220 π.Χ. ο Μιθριδάτης Β’ επιχείρησε να καταλάβει την Σινώπη. Η υποστήριξη ωστόσο των Ροδίων προς την ποντιακή πόλη απέτρεψε την υπαγωγή της στο βασίλειο των Μιθριδατών μέχρι το τέλος του 3ου αι. π. Χ.
Κατά την βασιλεία του Μιθριδάτη Ε’ η πρωτεύουσα του βασιλείου μεταφέρθηκε από την Αμάσεια στη Σινώπη. Το 120 π.Χ. τον διαδέχτηκε ο γιος του, ο Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ. Ο Ευπάτωρ υποστήριζε ότι κατάγονταν από τον Αλέξανδρο, τον Κύρο και τον Σέλευκο Νικάτορα, ενώ στα νομίσματα απεικονίζονταν με την μορφή του Αλεξάνδρου. Υπήρξε μια προικισμένη προσωπικότητα που προσπάθησε να εκφράσει την ύστατη ελληνική αντίσταση στον ρωμαϊκό επεκτατισμό. Ο ίδιος, προβάλλοντας τον εαυτό του ως υπέρμαχο του ελληνισμού και απελευθερωτή των Ελλήνων από το ρωμαϊκό ζυγό, υποκίνησε την κοινωνική εξέγερση των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν υπό ρωμαϊκή κατοχή.
Οι πρώτες του επιτυχημένες εκστρατείες ήταν στην Κολχίδα και στην Κριμαία, τις οποίες προσάρτησε στο κράτος του. Έπειτα από τις πρώτες του επιτυχίες ο Ευπάτωρ αποφάσισε να εκδιώξει τους Ρωμαίους από τη Μικρά Ασία. Ήδη οι Ρωμαίοι, εκμεταλλευόμενοι την πολυδιάσπαση του ελληνικού κόσμου της ελληνικής εποχής σε αντιμαχόμενα βασιλεία και δημοκρατίες, κατάφεραν να κυριαρχήσουν αρχικά στη Μεγάλη Ελλάδα, να θέσουν υπό τον έλεγχο τους κυρίως Ελλάδα στα Βαλκάνια και να επεκταθούν και στη Μικρά Ασία. Η πρώτη πράξη του Μιθριδάτη που έπληξε τα ρωμαϊκά συμφέροντα ήταν η προσπάθεια εκδίωξης από τη Βιθυνία του Νικομήδη Δ’, ο οποίος ήταν υποχείριο των Ρωμαίων. Η αποτυχία του οδήγησε στην εισβολή του Νικομήδη στα ποντιακά εδάφη έπειτα από ρωμαϊκή παραίνεση.
Οι Μιθριδατικοί πόλεμοι
Με αφορμή την εισβολή αυτή ο Ευπάτωρ κήρυξε το 88 π.Χ. τον πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Νίκησε τον Νικομήδη και τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατάφερε να κατακτήσει την ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας συμμάχησαν μαζί του. Στο πλευρό του συντάχθηκε επίσης πλήθος πόλεων στη νότια Βαλκανική, όπως η Αθήνα, ελπίζοντας ότι θα φέρει την απελευθέρωση των Ελλήνων. Το 88 π.Χ. ο Μιθριδάτης οργάνωσε τη μεγάλη σφαγή των Ρωμαίων και Ιταλών εποίκων στη Μικρά Ασία. Πιθανολογείται ότι κατά τη σφαγή, που ονομάστηκε «Εσπερινός της Εφέσου» εξοντώθηκαν περίπου 80.000 άτομα. Επικεφαλής των ρωμαϊκών στρατευμάτων ανέλαβε ο Σύλλας, ο οποίος μέχρι την άνοιξη του 87 π.Χ. ανακατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Αξιοσημείωτη υπήρξε η άμυνα της Αθήνας και του Πειραιά το 86 π.Χ. Ο Σύλλας δεν δίστασε να καταστρέψει τους πλατάνους που βρίσκονταν στην Ακαδημία Πλάτωνα και να κόψει τα δέντρα του Άλσους του Απόλλωνα Λυκείου, προκειμένου να κατασκευάσει πολιορκητικές μηχανές. Η άλωση της Αθήνας ακολουθήθηκε από πρωτοφανής βαρβαρότητες κατά του πληθυσμού, ενώ στο Πειραιά καταστράφηκαν οι νεώσοικοι και οι υπόλοιπες λιμενικές εγκαταστάσεις. Το ίδιο έτος ο Σύλλας νίκησε τα στρατεύματα του βασιλιά του Πόντου και των συμμάχων του σε δύο μάχες στη Βοιωτία. Ο Α’ Μιθριδατικός Πόλεμος τελείωσε το 85 π.Χ. με την συνθήκη που συνήφθη στη Δάρδανο του Ελλησπόντου.
Ο Μιθριδάτης υποχρεώθηκε να γίνει φόρου υποτελής στη Ρώμη, να παραδώσει τον στόλο του και να καταβάλει μεγάλη πολεμική αποζημίωση. Το 83 π.Χ. ο Σύλλας επέστρεψε στην Ιταλία με άφθονα λάφυρα, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονταν η φημισμένη Βιβλιοθήκη του Απελλίκοντος, πολλά έργα τέχνης, ακόμη και δωρικοί κίονες που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν στον ναό του Καπιτωλίου Διός.
Ο Β’ Μιθριδατικός Πόλεμος άρχισε το 83 π. Χ., όταν οι Ρωμαίοι εισέβαλαν ξαφνικά στον Πόντο, και έληξε με την απώθηση των Ρωμαίων και τη νίκη του Ευπάτορα. Οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν από το 74 π.Χ., όταν ξεκίνησε ο Γ’ Μιθριδατικος Πόλεμος. Σημαντική βοήθεια στους Ρωμαίους πρόσφεραν στον πόλεμο αυτό και οι Πάρθοι. Αρχικά τα ποντιακά στρατεύματα νίκησαν τους Ρωμαίους στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια ο Μιθριδάτης ηττήθηκε από τον Λούκουλλο έξω από την Κύζικο. Ακολούθησαν ακόνη δύο ήττες, μέχρι την καθοριστική ήττα του από τον Πομπήιο.
Ο Μιθριδάτης κατέφυγε στο Παντικάπαιον της Κριμαίας και από εκεί άρχισε να σχεδιάζει εισβολή στην Ιταλία μέσω Δούναβη. Είχε όμως πλέον εγκαταλειφθεί και από τον Τιγράνη, τον τελευταίο του σύμμαχο, ο οποίος συνθηκολογήθηκε με τους Ρωμαίους και αποσύρθηκε στο βασίλειο της Αρμενίας. Η εξέγερση των στρατευμάτων του με επικεφαλής τον γιο του Φαρνάκη Β’, έθεσε τέρμα στις επιδιώξεις του. Αδυνατώντας να αυτοκτονήσει λόγω του ότι είχε εθίσει τον οργανισμό του στα δηλητήρια, διέταξε τον Γαλάτη μισθοφόρο να τον θανατώσει. Το σώμα του στάλθηκε στον Πομπήιο, ο οποίος το έθαψε στο βασιλικό νεκροταφείο της Σινώπης.