Η Κερασούς, κατά τον Ξενοφώντα, ήταν αποικία της Σινώπης, όπως η Τραπεζούς και τα γειτονικά Κοτύωρα. Η πόλη ήκμασε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ επί Φαρνάκου Α΄ (185-169 π.Χ.) οχυρώθηκε και μετονομάστηκε σε Φαρνακ(ε)ία, ονομασία την οποία διατήρησε όσο διήρκεσε το Βασίλειο του Πόντου. Η Κερασούντα κατά την αρχαιότητα ήταν μια καθαρά ελληνική πόλη, στην οποία, όπως μαρτυρούν τα αρχαία νομίσματά της, λατρεύονταν ο Δίας, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, ο Ηρακλής και ο Αρκαδικός Πάνας.
Το αρχαίο όνομα της πόλης ήταν Κερασούς, που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το κέρας και σχετίζεται με το κερατοειδές βουνό που υψώνεται πίσω της. Εδώ, ο γνωστός από την ιστορία για τις γαστριμαργικές του συνήθειες Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων δοκίμασε για πρώτη φορά ένα άγνωστο στους Ρωμαίους φρούτο. Οι καρποί του στάλθηκαν στη Ρώμη και αργότερα το φυτό μεταφέρθηκε για καλλιέργεια στην Ευρώπη, φέροντας έκτοτε το όνομα της ποντιακής πατρίδας του. Φυσικά πρόκειται για το κεράσι, που είναι ένα από τα πιο αγαπημένα φρούτα του τέλους της Άνοιξης και των αρχών του Καλοκαιριού. Σήμερα η πόλη είναι περισσότερο γνωστή για την παραγωγή λεφτοκαρυών (φουντουκιών), που άλλωστε βρίσκει κανείς σε διάφορες ποικιλίες σε ολόκληρη την περιοχή των ποντιακών παραλίων από την Οινόη ως την Τραπεζούντα.
Η Κερασούντα κατά την αρχαιοελληνική περίοδο ήταν δημοκρατική ανεξάρτητη πολιτεία, της οποίας το καθεστώς άλλαξε μετά την ίδρυση του Βασιλείου του Πόντου, οπότε και έλαβε την ονομασία Φαρνακεία, από το βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Α΄, ο οποίος την ενίσχυσε με δημόσια κτίρια και ισχυρά τείχη. Επί Ρωμαίων η πόλη απέκτησε ξανά την αυτονομία και την αρχική της ονομασία. Από εκείνη την περίοδο σώζονται ορειχάλκινα νομίσματα που στη μια όψη τους φέρουν προσωπογραφίες Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως του Αδριανού, του Αντωνίου Πίου, του Μάρκου Αυρηλίου, του Κόμμοδου, του Ηλιογάβαλου και του Αλέξανδρου Σεβήρου, ενώ στην άλλη όψη επιγράφουν «Κερασουντίων».
Βυζαντινή Περίοδος
Κατά τη βυζαντινή περίοδο αρχικά η Κερασούντα υπαγόταν στην επαρχία του Πολεμωνιακού Πόντου, ενώ αργότερα, με τη διαίρεση του βυζαντινού κράτους σε θέματα, αποτέλεσε μέρος του Θέματος Χαλδίας, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Τραπεζούντα. Εκκλησιαστικώς η Κερασούντα ήταν έδρα εξαρχίας, και από τον 3ο αι. υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας, ενώ τον 11ο αι. έγινε έδρα της ομώνυμης μητρόπολης, τίτλο που κράτησε μέχρι τα τέλη του 17ου αι.
Στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών η Κερασούντα αποτέλεσε την τρίτη σημαντική πόλη της Αυτοκρατορίας, μετά την Τραπεζούντα και τη Σινώπη. Το 1300 Τουρκομάνοι την πολιόρκησαν χωρίς τελικά να την καταλάβουν. Το 1348 την πόλη κυρίευσαν οι Γενουάτες, αφού προηγήθηκε μια μάχη κατά θάλασσα, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο ναύαρχος των Μεγάλων Κομνηνών, ο μέγας δούκας Ιωάννης Καβασίτας. Τελικά, μετά από διαπραγματεύσεις, οι Γενουάτες παρέδωσαν την Κερασούντα στους Κομνηνούς, με αντάλλαγμα την κατοχή μιας οχυρής θέσης κοντά στην Τραπεζούντα και κάποια επιπλέον προνόμια που είχαν σχέση κυρίως με το εμπόριο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Γ΄ οι κάτοικοι της Κερασούντας επαναστάτησαν, υπό την αρχηγία του δούκα Σχολάριου, αλλά ηττήθηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα και τελικά προσκύνησαν στον βασιλέα της Τραπεζούντας.
Η Άλωση της Κερασούντας
Εικάζεται πως η Κερασούντα καταλήφθηκε από τους Τούρκους επτά χρόνια μετά από την Τραπεζούντα, δηλαδή περίπου το 1468. Φαίνεται όμως ότι η παράδοση της πόλης στον κατακτητή έγινε υπό συγκεκριμένους όρους, ανάμεσα στους οποίους ήταν η παραμονή των Ελλήνων κατοίκων της στις οικίες τους, στο εσωτερικό της πόλης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Κερασούντιοι κατοικούσαν εντός των περιτειχισμένων ορίων της πόλης, τη στιγμή που η Τραπεζούντα, αλλά και άλλες πόλεις, μόλις καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς εκκενώθηκαν και ο χριστιανικός πληθυσμός εγκαταστάθηκε «εκτός των τειχών», ενώ στο τειχισμένο τείχος της πόλης εγκαταστάθηκαν οι μουσουλμάνοι. Από την άλλη, δεν ήταν λίγοι και αυτοί που λόγω των «νέων συνθηκών» κατέφυγαν είτε στα απρόσιτα βουνά της ενδοχώρας, είτε στη Ρωσία, τη Βλαχία την Τρανσιλβανία κ.α.
Το 1764 η Κερασούντα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Αφορμή στάθηκε η επίθεση του ντερεμπέη Χατζήμπεη, ο οποίος διεκδίκησε την πόλη από τον «κάτοχό» της, επίσης ντερεμπέη Τζιντάρογλου. Η διαμάχη και οι συμπλοκές των δύο ηγεμονίσκων κράτησαν περίπου 2,5 μήνες και είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των εκκλησιών, τη λεηλασία κατοικιών και καταστημάτων, καθώς και την αιχμαλώτιση πολλών κατοίκων της πόλης.
Κατά την απογραφή του 1913 οι κάτοικοι της Κερασούντας ανέρχονταν στις 30.000 ψυχές, εκ των οποίων οι 17.000 ήταν Έλληνες, οι 3.000 Αρμένιοι, οι 7.000 Τούρκοι και οι υπόλοιποι 3.000 διαφόρων εθνικοτήτων.
Τον Μάιο του 1915 οι τουρκικές Αρχές έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο του αποδεκατισμού του αρμενικού πληθυσμού, ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν και τα δεινοπαθήματα του ελληνικού, με αποκορύφωμα το 1919, με τη σύλληψη 80 προκρίτων και εξεχόντων μελών της ελληνικής κοινότητας. Οι διώξεις, που είχαν κεντρικό σχεδιασμό, γίνονταν υπό την καθοδήγηση του Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος στη συνείδηση των Ελλήνων προσφύγων, και κυρίως όσων κατάγονται από τη συγκεκριμένη περιοχή, έχει καταγραφεί ως αιμοσταγής διώκτης των χριστιανών, με εγκληματική παρακρατική δράση στην περίοδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η ελληνική Κερασούντα
Οι ελληνικές συνοικίες
Η Κερασούντα ήταν η μοναδική πόλη του Πόντου που είχε συνεχώς επί αιώνες και μέχρι τον Ξεριζωμό ελληνικό αστικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε και η Οινόη), ο οποίος υπερτερούσε αριθμητικά του μουσουλμανικού. Οι Έλληνες κατοικούσαν στις παρακάτω συνοικίες:
- Κόκκαρη: Βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πόλης και διατηρούσε τη μεγαλύτερη εκκλησία, τον Άγιο Νικόλαο.
- Σάιτας: Λειτουργούσε ο ναός της Αγίας Τριάδας, που ήταν και η μικρότερη εκκλησία της πόλης, ενώ υπήρχε και η εκκλησία του χριστιανικού νεκροταφείου.
- Λιμένι: Βρισκόταν στη δυτική πλευρά της πόλης και διατηρούσε τον μεγαλοπρεπή ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην αυλή του οποίου τάφηκε ο ισόβιος δήμαρχος Κερασούντας καπετάν Γιώργης Κωνσταντινίδης.
- Τσιναρλάρ: Αμιγώς ελληνική συνοικία.
- Μπουγιούκ-μπαχτσέ: Συνοικία με μικτό πληθυσμό, όπου μαζί με τις ελληνικές οικογένειες συνυπήρχαν και τουρκικές.
- Τσιρώνη: Βρισκόταν στην παραλία και κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες.
- Γενίγκιολ: Συνοικία με μικτό πληθυσμό.
- Υψηλόν: Βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της πόλης και ήταν αμιγώς ελληνική συνοικία.
- Φανάρι: Βρισκόταν στο δυτικό τμήμα της πόλης και ήταν αμιγώς ελληνική συνοικία.
Η μητρόπολη και οι εκκλησίες της Κερασούντας
Από το 1698 έως το 1913 η πόλη υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Τραπεζούντας και στη συνέχεια αποτέλεσε νέα μητρόπολη, με την οποία ενώθηκε και η παλιότερη της Χαλδίας και Χεροιάνων. Η νέα μητρόπολη με την επωνυμία Ιερά Μητρόπολις Χαλδίας-Κερασούντος και Χεροιάνων είχε ως έδρα την Κερασούντα. Την άνοιξη του 1913 ήρθε στην πόλη ο μητροπολίτης Λαυρέντιος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο μητροπολιτικό μέγαρο που βρισκόταν στις υπώρειες της ακρόπολης.
Κυριότεροι ναοί της πόλης ήταν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, της Αγίας Τριάδας, του Αϊ-Γιώργη και του Αϊ-Δημήτρη στο Κατίκ Καγιά, της Παναγίας στο Λιμένι, του Αϊ-Γιάννη στο Υψηλόν, του Αγίου Παντελεήμονα στου Τσιρώνη, του Αγίου Ανδρέα στο Μπουγιούκ Μπαχτσέ και του Προφήτη Ηλία στην Ακρόπολη.
Η παιδεία και η κοινωνική ζωή στην Κερασούντα
Η ελληνική κοινότητα της Κερασούντας, εκτός από τα δημοτικά σχολεία που λειτουργούσαν στις ενορίες της πόλης, διατηρούσε ένα ημιγυμνάσιο, που σώζεται μέχρι σήμερα και χρησιμοποιείται ως εμπορικό λύκειο, κι ένα παρθεναγωγείο, που σήμερα χρησιμοποιείται ως δημοτικό σχολείο.
Στην Κερασούντα από το 1910 μέχρι το 1915 κυκλοφορούσε η εβδομαδιαία εφημερίδα Αρητιάς, με εκδότη τον Γεώργιο Βαλαβάνη.
Λειτουργούσε επίσης το Άσυλο Ορφανών Κοριτσιών «Η Πηνελόπη», που ιδρύθηκε το 1915 με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Χαλδίας Κερασούντος και Χεριάνων, με σκοπό την υποστήριξη και τη μόρφωση άπορων κοριτσιών της περιοχής.
Περίφημη ήταν η Φιλαρμονική Κερασούντος, από τις καλύτερες του Ευξείνου Πόντου, ενώ σημαντική ήταν και η πνευματική δράση του συλλόγου «Αργοναύται».
Η οικονομία της Κερασούντας
Η οικονομία της Κερασούντας στηριζόταν στη γεωργοκτηνοτροφική και δασική παραγωγή, το εμπόριο και τη ναυτιλία. Η Κερασούντα, ιστορικό επίνειο της Νικόπολης και της ενδοχώρας της Ανατολίας, ήταν ανέκαθεν πόλη με παράδοση στη ναυτιλία, η ακμή της οποίας παρατηρείται στα μέσα του 19ου αι. Προς τα τέλη του ίδιου αιώνα (1880) οι ναυτικοί οίκοι της πόλης διέθεταν περίπου 80 πλοία, μέσω των οποίων μεταφερόταν το κυριότερο γεωργικό προϊόν της περιοχής, τα λεφτοκάρυα, στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, της Μασσαλίας, του Ταγκανρόγκ, της Κριμαίας κ.α. Περίφημοι ναυτικοί οίκοι της εποχής υπήρξαν οι οίκοι Κωνσταντινίδη, Κακουλίδη, Σουρμελή, Πισσάνη, Ευθυμιάδη, Παυλίδη, Παπαδοπούλου, Ανδρεάδη, Δεληκάρη, Τσιλιγγίρη, Παλασόφ, κ.ά.
Εκτός από τα λεφτοκάρυα οι Κερασούντιοι εξήγαν δέρματα, φασόλια, καρύδια, καπνό, ξυλεία, τυριά, χαβιάρι, πετροκάρβουνο, ξυλοκάρβουνο κ.ά. Στην περιοχή υπήρχαν επίσης εργοστάσια ξυλείας, όπως αυτά στο Γκιαούρ Χεντέκ, το Κουλάκκαγια. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο ξυλείας είχαν χτίσει οι αδελφοί Ελευθεριάδη δίπλα στο ρου του Ασκάνιου ποταμού (Άκσου), σε απόσταση περίπου 6 χλμ από την πόλη.
Στην πόλη διατηρούσαν υποκαταστήματα η Οθωμανική Τράπεζα, η Τράπεζα Αθηνών και η Τράπεζα Γεωργίου Πισσάνη, με τη μεσολάβηση των οποίων πραγματοποιούνταν οι εξαγωγές των τοπικών προϊόντων, καθώς επίσης και οι εισαγωγές ξένων προϊόντων. Το λιμάνι της Κερασούντας εξυπηρετούσε και άλλες πόλεις της ενδοχώρας όπως η Νικόπολη, το Ερζινγκιάν κ.ά.
Η εγκατάσταση των Κερασουντίων στην Ελλάδα
Αρκετοί Κερασούντιοι από τα τέλη του 19ου αι. είχαν εγκατασταθεί σε παράλιες πόλεις της Τσαρικής Ρωσίας, δημιουργώντας σημαντικές παροικίες που ήταν σε συνεχή επαφή με την Κερασούντα και την Ελλάδα. Στια αρχές του 20ού αι. και ιδιαίτερα μετά τους διωγμούς που άρχισαν μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το κύμα μετανάστευσης προς τη Ρωσία μεγάλωσε και ο αριθμός των Κερασουντίων που ζούσαν εκεί ήταν αρκετές χιλιάδες.
Οι Έλληνες της Κερασούντας που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την Ανταλλαγή προτίμησαν να εγκατασταθούν κυρίως σε πόλεις, λόγω της επί δεκαετίες αστικής παράδοσης. Έτσι οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Καλλιθέα Αττικής, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα κ.α.
Οι Κερασούντιοι της Αθήνας και κυρίως της Καλλιθέας πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του συλλόγου «Αργοναύται-Κομνηνοί», ο οποίος θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και πιο ιστορικούς συλλόγους στην Ελλάδα.