Πόλη του δυτικού Πόντου περίπου 130 χιλιόμετρα στα νότια της Αμισού (Σαμψούντας). Περιβάλλεται από απόκρημνα όρη και διασχίζεται από τον ποταμό Ίρη. Στις πλαγιές του βουνού που ορθώνεται στα βόρεια της πόλης, σώζονται, μέχρι και σήμερα, οι λαξευτοί τάφοι των βασιλιάδων που προκαλούν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των επισκεπτών. Η πόλη επικοινωνούσε με δύο γέφυρες, οι οποίες έγιναν αργότερα πέντε, αρκετά μοντέρνας κατασκευής.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το ελληνικό στοιχείο της περιοχής αριθμούσε 155.000 κατοίκους σε 392 ενορίες με ισάριθμες εκκλησίες, και 325 σχολεία, όπου φοιτούσαν 10.000 μαθητές και δίδασκαν 565 δάσκαλοι. Ήταν επίσης έδρα Μητρόπολης.
Πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα και γνωστή από τα αρχαία χρόνια η Αμάσεια υπήρξε, στην ελληνιστική περίοδο, πρωτεύουσα του βασιλείου των Μιθριδατών, στη ρωμαϊκή, πρωτεύουσα ομώνυμης ρωμαϊκής επαρχίας και στα βυζαντινά χρόνια, έδρα μητροπολιτικής περιφέρειας. Ιδιαίτερα όμως η πόλη αυτή μας είναι γνωστή για τα φριχτά (δικαστήρια ανεξαρτησίας) του Κεμάλ Ατατούρκ και τις εξοντωτικές φυλακές που στήθηκαν και χτίστηκαν εκεί ειδικά για την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Από το Γενάρη του 1921 μέχρι την ανταλλαγή (1923) πέρασαν από τις υγρές φυλακές της Αμάσειας όλοι οι Έλληνες που διακρίνονταν στο εμπόριο, στον πλούτο, στις επιστήμες, στη κοινωνική ζωή και προέρχονταν απ’ όλες τις περιοχές του Πόντου. Το Σεπτέμβρη του 1921 καταδικάστηκαν με σύντομη και συνοπτική διαδικασία, και εκτελέστηκαν (δι’ αγχόνης) στο κέντρο της πόλης: οι Έλληνες καθηγητές και μαθητές του ελληνοαμερικανικού κολεγίου Μερζουφούντα, 52 χωρικοί από την Κάβζα, και υπόδικοι από Τοκάτ, Φάτσα, Τσορούμ, Αμισό, Πάφρα και αλλού. Συνολικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν γύρω στα 180 άτομα.