Ταούλ` (νταούλι)
Είναι το κυρίαρχο όργανο συνοδείας του ζουρνά, του αγγείου (γκάιντα) και σπανιότερα του κεμεντζέ (λύρα). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ανοιχτούς χώρους λόγω της μεγάλης του ηχητικής έντασης, λιγότερο δε στους κλειστούς όπου έπαιζαν πιο μαλακά για να μην σκεπάζει τον ήχο των άλλων οργάνων, ιδίως του κεμεντζέ.
Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του οργανοπαίχτη. Ένας ψηλός με μακριά χέρια έφτιαχνε σίγουρα μεγαλύτερο από έναν μικροκαμωμένο. Πάντως στον Πόντο γενικά συνήθιζαν νταούλια μεγάλου μεγέθους. Το ξύλο που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν καστανιά, την οποία θεωρούσαν ότι παράγει τον καλλίτερο ήχο. Έκοβαν μια φαρδιά σανίδα πάχους συνήθως 0,5 εκατοστών στο μέγεθος που ήθελαν, και την έβαζαν μέσα στο νερό για να μαλακώσει. Κατόπιν την γύριζαν σε κύλινδρο και ένωναν τις δύο άκρες της με κόλλα και με καρφιά ή ξυλόκαρφα. Αυτό ονομάζεται κάσσα. Στις δύο βάσεις τοποθετούσαν τα δέρματα, που συνήθως ήταν γίδας, τράγου ή σπανιότερα προβάτου. Για την επεξεργασία του δέρματος χρησιμοποιούσαν την ίδια διαδικασία με το αγγείο. Τα δέρματα αυτά τα στερέωναν κυκλικά επάνω σε δύο στεφάνια, τα οποία είχαν λιγάκι μεγαλύτερη διάσταση από την κάσσα για να χωράει μέσα τους. Το ένα δέρμα ήταν συνήθως πιο χοντρό. Κατόπιν άνοιγαν στην περιφέρεια του δέρματος δίπλα στη στεφάνη τρύπες από όπου περνούσαν το σχοινί με το οποίο τέντωναν και έτσι κούρντιζαν το νταούλι.
Στο κέντρο της περιφέρειας της κάσσας άνοιγαν μια τρύπα 1 έως 2 εκατοστών για να μπορεί να φεύγει ο αέρας με το χτύπημα και να μην σπάει το δέρμα από την πίεση που δημιουργείται από την παλμική κίνηση. Η τρύπα αυτή επιδρά και στον ήχο του οργάνου. Μια πολύ μικρή τρύπα κάνει τον ήχο σκοτεινό και μουντό. Ενώ η πολύ μεγάλη τον κάνει κούφιο. Η κανονική διάμετρος κυμαίνεται από 1 έως 1,5 ή 2 περίπου εκατοστά και εξαρτάται από το μέγεθος του νταουλιού. Πάνω στην κάσσα και σπανίως στα σχοινιά στερέωναν το λουρί με το οποίο κρεμούσε ο ταουλτζής (ταουλιέρης) το όργανο στον ώμο του. Για να είναι πιο γερό το ταούλ΄ πολλές φορές έβαζαν εσωτερικά σε σχήμα σταυρού δύο κάθετα ξύλα που στερεώνονταν στις δύο απέναντι πλευρές, αλλά αυτό πρόσθετε βάρος. Ένα καλό νταούλι πρέπει να έχει καθαρό ήχο και να είναι όσο το δυνατό ελαφρότερο ώστε να μην κουράζεται ο οργανοπαίχτης. Καλός ταουλτζής θεωρείται αυτός που μπορεί να δίνει σωστό ρυθμό και συγχρόνως να πηδά, να χορεύει και γενικά με τα ΄΄καμώματά΄΄ του να ξεσηκώνει τους χορευτές. Το χτύπημα στο νταούλι γίνεται με δύο ξύλα: το χοντρό που ονομάζεται κοπάλ΄ (κόπανος) και το λεπτό βίτσα (βέργα).
Το κοπάλ΄ χτυπάει πάντα στην πλευρά που είναι το χοντρό δέρμα που δίνει τον βαρύτερο ήχο (τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου). Στην απέναντι πλευρά χτυπάει η βίτσα για οξύτερο ήχο (τους αδύνατους χρόνους του μέτρου). Στη συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι. Όταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. όλες οι χορευτικές μελωδίες, ο νταουλιέρης χτυπάει με το κοπάλ΄ τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και την βίτσα τους αδύνατους. Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα, τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού.
Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του με ενδιάμεσα χτυπήματα – υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων – άλλοτε με το κοπάλ΄ και άλλοτε με την βίτσα, αντιστρέφει για λίγες στιγμές τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με την βίτσα και τους αδύνατους με το κοπάλ΄, χτυπάει το στεφάνι αντί την δερμάτινη επιφάνεια: δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο οποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου.
Σήμερα ευτυχώς υπάρχουν πάρα πολλοί δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου.