Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός στον Πόντο, στα παλιά χρόνια, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους.
Στο σπίτι έλουζαν τον νεκρό, τον έντυναν με τα καλύτερά του ρούχα, τον έβαζαν πάνω σε μια πόρτα που έβγαζαν από κάποιο δωμάτιο του σπιτιού και τον σκέπαζαν με ένα σεντόνι μέχρι τη μέση στη διάρκεια της ημέρας και ολόκληρη τη νύχτα. Δίπλα του έβαζαν ένα πιάτο κόλλυβα με ένα αναμμένο κερί.
Αφού ταχτοποιούσαν τον νεκρό, ειδοποιούσαν τις μοιρολογίστρες – γυναίκες μεγάλες σε ηλικία που δουλειά τους ήταν να μοιρολογούν τους νεκρούς. Σιγά-σιγά μαζευόταν και ο κόσμος. Οι συγγενείς μαζί με τις μοιρολογίστρες θυμιάτιζαν και μοιρολογούσαν τον νεκρό. Αν πέθαινε η μάνα, οι κόρες της μοιρολογούσαν κι έλεγαν:
Μανίτσα μ’, μανίτσα μ’, μανίτσα μ’,
μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ’,
μικράν, ορφανάν εφέκες μας μανίτσα μ’,
εμνοστέσα μανίτσα μ’ όι.
Μάναν νέαν εσύ έσνε,
και μικρά είμεσε,
μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ’,
τον πατέρα μ’ κι ελογαρίασες,
μανίτσα μ’ όι.
Στο μεταξύ οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στο νεκροταφείο, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί.
Μετά την κηδεία οι συγγενείς μοίραζαν λαβάσες και κόλλυβα. Έπειτα πήγαιναν όλοι στο σπίτι όπου τους πρόσφεραν καφέ και κονιάκ.
Ακολουθούσαν τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα εξάμηνα και ο χρόνος. Στα σαράντα, μετά το μνημόσυνο, έκαναν οι συγγενείς τραπέζι στους χωριανούς. Αν ήταν νηστεία, τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Αν δεν ήταν, έτρωγαν ψάρια ή κρέας. Στα υπόλοιπα μνημόσυνα υπήρχε μόνο κέρασμα.