Ο Οδυσσέας Λαμψίδης γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1917 στην Τραπεζούντα από γονείς Ποντίους. Το 1923 ήρθε στην Ελλάδα μετά από ταλαιπωρίες με την οικογένειά του (γονείς, δύο κορίτσια και πέντε αγόρια) και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον προσφυγικό συνοικισμό Σκοπευτηρίου Καλλιθέας. Έγραψε για κείνη την περίοδο:
«Μένει στο νου μου βαθιά χαραγμένη μια εικόνα από τα πρώτα χρόνια, χρόνια της προσφυγιάς στο συνοικισμό της Καλλιθέας. Οι γονείς μας, πρόσφυγες και φτωχοί τόσο πολύ που πιο πολύ δεν παίρνει, κάθε Κυριακή, ξεχνώντας το μόχθο και τα δάκρυα της εβδομάδας, έβαζαν τις φορεσιές της πατρίδας και πιάνονταν στο χορό. Η λύρα άναβε φωτιές και τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν. Τραγούδια για τον ξεριζωμό, για την αγάπη, το θάνατο, τη ζωή. Και χόρευαν ώσπου τ’ αχνάρια τους γινόταν αυλάκια βαθιά μέσα στη λάσπη. Κι’ εγώ μικρό παιδί φοβόμουν πως θα βουλιάξουν και θα χαθούν. Μα εκείνοι χόρευαν και χόρευαν βαθαίνοντας το αυλάκι.
»Όσοι ξέρουν είπαν πως ήτανε φυγή.
»Μα εγώ όσο περνούν τα χρόνια ξαναφέρνω στη μνήμη μου την εικόνα εκείνη και πιστεύω πως οι ξεριζωμένοι γονείς μας, πότιζαν με δάκρυα το χώμα και με το χορό τους άνοιγαν βαθύ για να ριζώσει, να ανθίσει και να καρπίσει το δέντρο της Ρωμανίας επαληθεύοντας τη ρήση την προγονική. “Η Ρωμανία κι αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο”».
Το 1941 πήρε το πτυχίο του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1948 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών με βαθμό «Άριστα» και με θέμα διατριβής του «Η ποινή της τυφλώσεως παρά τοις Βυζαντινοίς».
Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση από το 1944 έως το 1957 στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών. Το 1948 μάλιστα, όταν δίδασκε στη Σχολή Μπερζάν, είχε μαθητή τον 17χρονο τότε Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος θα τον μνημονεύσει αργότερα στο βιβλίο του Η ξεχασμένη φρουρά στο αφιέρωμα για τον Καβάφη, αλλά θα θυμηθεί ότι τον αποκαλούσε χαριτολογώντας «Κουμανταρινέα».
Εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και διατέλεσε καθηγητής στη Γερμανική Σχολή από το 1958 έως το 1979.
Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και ως ερευνητής. Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ελληνικά και ξένα περιοδικά, στα οποία δημοσίευσε πάνω από 250 μελέτες, με θέματα που αναφέρονται στη βυζαντινή ιστορία και φιλολογία, καθώς και στον δημόσιο και ιδιωτικό βίο και τη διάλεκτο των Ποντίων, ενώ επιμελήθηκε και τα άρθρα του κεφαλαίου «Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία» της Ιστορίας του ελληνικού έθνους (Τόμος ΙΑ΄).
Ασχολήθηκε όμως και με τη λογοτεχνία γράφοντας διηγήματα, θεατρικά και μεταφράσεις με το ψευδώνυμο Lys. Photeinos (Λυσ. Φωτεινός).
Στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών εργάστηκε από τη δεκαετία του 1950 μαζί με τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Παπαδόπουλο, ως γεν. γραμματέας ο πρώτος και πρόεδρός της ο δεύτερος, και ανύψωσαν το περιοδικό της Αρχείον Πόντου σε επιστημονικό περιοδικό διεθνούς κύρους. Από το 1962 υπήρξε για περισσότερο από 25 χρόνια πρόεδρος της ΕΠΜ και διευθυντής του Αρχείου Πόντου. Κύριο μέλημά του ήταν η καταγραφή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού καθώς και η έκδοση των πηγών για τη συγγραφή της ιστορίας του Πόντου. Έτσι στους τόμους του Αρχείου Πόντου καταγράφηκε πολύτιμο λαογραφικό και γλωσσικό υλικό από τους ξεριζωμένους Έλληνες Ποντίους της πρώτης γενιάς.
Το 1967 οργάνωσε επιστημονική αποστολή του τότε γεν. γραμματέα Σίμου Λιανίδη στη Μακεδονία και τη Θράκη για τη συλλογή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού. Στις εκεί εγκαταστάσεις των Ποντίων καταγράφηκαν και μαγνητοφωνήθηκαν συζητήσεις και αφηγήσεις ιστορικών γεγονότων, διαλεκτικών κειμένων, εθίμων, δημοτικών τραγουδιών κ.ά.
Για το επιστημονικό του έργο τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Δημήτριο, ενώ η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το αργυρό μετάλλιο και η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα.
Απεβίωσε στις 12 Ιουλίου 2006.
- Πηγές: Σύλλογος Αποφοίτων Γερμανικής Σχολής Αθηνών, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.