Καταγόταν από το χωριό Λειβάδια της Γαλίανας και ήταν γιος του Παναγιώτη και της Σουμέλας, το γένος Κωνσταντά-Θεοδοσιάδου. Αφού αποφοίτησε από το σχολείο της γενέτειράς του, στο οποίο είχε δασκάλους τον Κωνσταντίνο Χ. Δοξόπουλο και τον Βασίλειο Σπινθηρόπουλο, μετέβη στη μονή του Περιστερεώτα συνοδευόμενος από τον Θεόδωρο Σπινθηρόπουλο ή Πατσινάκ’, όπου επί δύο χρόνια μαθήτευσε κοντά στον ηγούμενο της μονής Γρηγόριο Παντελίδη.
Στη συνέχεια, με ομόφωνη απόφαση των πατέρων της μονής στάλθηκε για ανώτερες σπουδές στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, όπου φοίτησε επιτυχώς επί τέσσερα χρόνια.
Στις 13 Ιουλίου 1903 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στο ναό Κωνσταντίνου και Ελένης Ζουρνατζάντων Σάντας. Ο Γρηγόριος συνέχισε τις σπουδές του στην επτατάξια Ιερατική Σχολή Καισαρείας, όπου γράφτηκε στην Ε΄ τάξη και αποφοίτησε με άριστα το έτος 1905-1906. Κατά το έτος αυτό προσβλήθηκε από πλευρίτιδα, όμως χάρη στην επέμβαση του ιατρού Βυζαντιάδη βελτιώθηκε η υγεία του και επέστρεψε στη μονή Περιστερεώτα, στην οποία έμεινε είκοσι ημέρες και από εκεί πήγε στα Λειβάδια και στους γονείς του. Εκεί ανέρρωσε πλήρως και επανήλθε στη μονή το 1907.
Ιδιαίτερα δραστήριος, στάλθηκε από τη μονή σε πολλά ταξίδια στις περιοχές της Ρωσίας αλλά και του Πόντου για συλλογή χρημάτων προς αντιμετώπιση των αναγκών της μονής. Με διάφορες ενέργειές του πέτυχε την ευνοϊκή για τη μονή έκβαση διάφορων υποθέσεων, όπως η υπόθεση του παρεκκλησίου στη Μανδρανόη, αλλά και τη διαγραφή των χρεών της μονής προς το Πατριαρχείο.
Το 1909 χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνσταντίνο Αράμπογλου στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας Τραπεζούντας.
Το 1914 μετά από παράκληση των κατοίκων του Ρεστίου της Ρωσίας προς τη μονή του Περιστερεώτα, εγκαταστάθηκε στο Ρέστιο και διατέλεσε προϊστάμενος της κοινότητας μέχρι το 1915. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε πολλά ταξίδια από και προς τη Ρωσία κηρύσσοντας παράλληλα και ενθαρρύνοντας τον ελληνικό πληθυσμό.
Το 1918, με την άτακτη φυγή των ρωσικών στρατευμάτων, ο Γρηγόριος αποκλείστηκε στην Τραπεζούντα στην οποία βρισκόταν λόγω μοναστηριακών υποθέσεων. Έτσι, κατευθύνθηκε στη Ρωσία με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία της τροφοδότησης του ρωσικού στρατού στην Τραπεζούντα. Εκεί συνέχισε να ενθαρρύνει τον ελληνικό πληθυσμό, και κυρίως σύστησε γύρω στους 36 συνδέσμους Ποντίων, οι οποίοι εκτός των άλλων ήταν επιφορτισμένοι και με τη φροντίδα των προσφύγων.
Τέλη του 1918 και αρχές του 1919 επέστρεψε στη Γαλίανα, όπου συγκάλεσε γενική συνέλευση όλων των χωριών, ελληνικών και τουρκικών, με σκοπό την εκλογή Μικτής Επιτροπής η οποία θα φρόντιζε την προστασία των κατοίκων από τα άτακτα σώματα των τσετών. Τον Μάιο του 1919 μετέβη στο Βατούμ και το 1920 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διορίστηκε δάσκαλος και προϊστάμενος της νεοσύστατης κοινότητας Ποσταντζίκ.
Με αίτησή του κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό και συμμετείχε στην προέλαση προς τον Σαγγάριο αναπτύσσοντας σοβαρή εθνική δράση και τονώνοντας το ηθικό των στρατιωτών στο μέτωπο, αλλά επειδή αρρώστησε, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Βατούμ, όπου συνέχιζε να κηρύττει περιοδεύοντας τη Ρωσία.
Συνελήφθη από τις κομουνιστικές Αρχές και βασανίστηκε ανηλεώς, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η σωματική και πνευματική υγεία του.
Μετά από εξάμηνη φυλάκιση, απελάθηκε και έφτασε στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1923. Διορίστηκε σε διάφορα δημοτικά σχολεία της Ελλάδας, ενώ τα έτη 1941-1944 διατέλεσε εφημέριος του χωριού Μέγα Ρεύμα (Ροδοχώρι), στο οποίο, αργότερα, επανιδρύθηκε η μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα.
Μετά το 1945 εγκαταστάθηκε στη Λεκάνη Καβάλας, όπου και πέθανε το 1956 από εγκεφαλικό.