Ο Βασίλειος Ανθόπουλος γεννήθηκε το 1888 στο χωριό Κιζίκ της επαρχίας Απές του νομού Σεβάστειας (σήμερα ζει εκεί αμιγώς τουρκικός πληθυσμός, που δεν ξεπερνά τα 50 άτομα). Γνωστός και ως Βασίλ-ουστά, εξαιτίας της δουλειάς του ως εργολάβου δημοσίων έργων, βγήκε στην παρανομία λίγο πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αιτία ήταν μια δολοφονία, αυτή του Τούρκου βιαστή της γυναίκας του αδερφού του.
Με τον Α΄ ΠΠ να μαίνεται, ο Βασίλειος Ανθόπουλος σχημάτισε ομάδα ανταρτών με Ρωμιούς που λιποτάκτησαν από τον τουρκικό στρατό. Η απελευθέρωση Ρώσου στρατηγού από τις φυλακές της Σεβάστειας τράβηξε την προσοχή της ρωσικής Αυλής, η οποία τον προσέγγισε μέσω πρακτόρων. Σε συνάντηση στην Τραπεζούντα με τον συνταγματάρχη Αρτάνοφ, του ανέλυσε το σχέδιο του για το πώς με τη βοήθεια των Ρώσων θα μπορούσε να απελευθερωθεί όλος ο Πόντος. Ο συνταγματάρχης, που θεωρούσε ότι ο ενθουσιασμός του Έλληνα ήταν μεγαλύτερος από τις πραγματικές δυνατότητες των ανταρτών, συμφώνησε να δοθεί εξοπλισμός στους Έλληνες και ο Βασίλ-αγάς να συγκεντρώσει περισσότερους λιποτάκτες από τη Σαμψούντα.
Σε ανδριάντα του που στήθηκε πρόσφατα προς τιμήν του στη Σκύδρα, ο Βασίλ-αγάς φέρει τη στολή Ρώσου αξιωματικού.
Η στολή, όπως και το αξίωμα, του δόθηκε σε εκείνη τη συνάντηση της Τραπεζούντας, και εκείνος δεν την αποχωρίστηκε ποτέ.
Ο Έλληνας οπλαρχηγός, έχοντας στα χέρια του γιαπωνέζικα όπλα από τους Ρώσους, άρχισε να συγκεντρώνει στρατιωτικές πληροφορίες για τις τουρκικές δυνάμεις της Σαμψούντας, και παράλληλα να καταδιώκει τουρκικές συμμορίες, να συλλαμβάνει τα μέλη τους και να τα εκτελεί. Περιμένοντας εναγωνίως τη βοήθεια των Ρώσων και την προέλασή τους, παράλληλα προσπαθούσε να οργανώσει το αντάρτικο σε όλο τον δυτικό Πόντο. Τον Σεπτέμβριο του 1916 πήρε τη ριψοκίνδυνη απόφαση να πάει στην Τραπεζούντα προκειμένου να διαπιστώσει την αιτία της καθυστέρησης. Έχοντας δίπλα του τη γυναίκα του Αναστασία και μαζί 80 επιλέκτους, και δίνοντας συνεχείς μάχες, έφτασε στην πόλη για τη νέα συνάντηση με τον Αρτάνοφ. Όμως το μόνο που κατάφερε να πάρει ήταν αόριστες υποσχέσεις και εξοπλισμό για επιπλέον 600 αντάρτες.
Μετά την αποχώρηση των Ρώσων από τον Πόντο, ο Βασίλ-αγάς ήρθε στην Ελλάδα προτείνοντας και απαιτώντας βοήθεια για τους Έλληνες.
Ζήτησε να σταλούν αξιωματικοί για να οργανώσουν τους χιλιάδες αντάρτες, ώστε να ανακοπεί η πορεία των εθνικιστών. Βλέποντας όμως ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση, επέστρεψε στον Πόντο έχοντας στο μυαλό του μια παράτολμη ιδέα που έκανε πράξη: Παραχάραξε το τουρκικό νόμισμα προκειμένου να βρει πόρους για να εξοπλίσει τους αντάρτες.
Οι Τούρκοι, όμως, που κατάλαβαν τι έκανε, τον επικήρυξαν. Δολοφονήθηκε το 1922 σε ενέδρα στην Κωνσταντινούπολη, όχι όμως προτού καταφέρει να σκοτώσει δύο από την ομάδα των δολοφόνων του.
Είπαν…
«Ήταν ένας ιδιοφυής και διορατικός πολέμαρχος του Πόντου. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση και την υλοποίηση σημαντικών επιχειρήσεων στο αντάρτικο του Πόντου. Ένας στρατιωτικός ηγέτης με γεωπολιτική σκέψη».
Σάββας Καλεντερίδης, εκδότης-συγγραφέας