Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης Νικόλαος Σακκόπουλος (1902-1914), Πόντιος στην καταγωγή, γεννήθηκε το 1862 στην πόλη Σινώπη του Πόντου, όπου έζησε τα πρώτα έτη της ζωής του. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του ολοκλήρωσε την εγκύκλια εκπαίδευσή του και στη συνέχεια εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία απεφοίτησε το 1886 με το βαθμό «άριστα». Μετά την αποφοίτησή του διορίσθηκε ως αρχιδιάκονος στη μητρόπολη της Σμύρνης όπου δίδαξε ως θεολόγος καθηγητής στην Ευαγγελική Σχολή και το Παρθεναγωγείο της πόλεως.
Το 1899 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης. Το ίδιο έτος διορίσθηκε ιερατικώς προϊστάμενος της ελληνορθοδόξου παροικίας στην Κροστάνδη της Τρανσυλβανίας, στην Αυστροουγγαρία.
Το 1891 ο μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης τον διόρισε πρωτοσύγκελό του, και το 1892 με εισήγησή του ο Νικόλαος εξελέγη βοηθός επίσκοπος με τον «ψιλό τίτλο Αμισού». Ο Νικόλαος τα επόμενα έτη άρχισε να ανέρχεται σταδιακά στα εκκλησιαστικά αξιώματα και να καταξιώνεται στους εκκλησιαστικούς κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αρχικά εξελέγη από την επισκοπική ή επαρχιακή Σύνοδο της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης επίσκοπος Κίτρους (Κατερίνης) την οποία διεποίμανε επί μια τριετία (1893-1896). Έπειτα προήχθη σε μητροπολίτη Βοδενών (Εδέσσης) όπου άσκησε τα αρχιερατικά του καθήκοντα και πάλι για μια τριετία (1896-1899). Για μια σχεδόν τριετία (1899-1902) διεποίμανε ως μητροπολίτης και την οικονομικώς χειμαζόμενη μητρόπολη Αγκύρας.
Η δωδεκαετής αρχιερατεία του στη Μητρόπολη Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης
Ο Νικόλαος Σακκόπουλος εξελέγη μητροπολίτης Μαρωνείας, Θάσου και Σαμοθράκης στις 19 Οκτωβρίου του 1902, διαδεχθείς τον μητροπολίτη Κωνστάντιο Β΄ (Γαζή) (1900-1902). Ο μητροπολίτης Νικόλαος στη διάρκεια της δωδεκαετούς αρχιερατείας του (1902-1914) στη Μητρόπολη Μαρωνείας, η οποία τότε περιλάμβανε στην εκκλησιαστική της δικαιοδοσία και τα νησιά Θάσο και Σαμοθράκη, και έφθανε μέχρι τις Φέρες του σημερινού Ν. Έβρου, επιτέλεσε σημαντικό εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο υπέρ του υπόδουλου ποιμνίου του.
Αρχικά το 1903, με την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ίδρυσε στην Κομοτηνή, όπου βρισκόταν η επίσημη εκκλησιαστική έδρα της Μητροπόλεως Μαρωνείας, το πρώτο μικτό εκκλησιαστικό δικαστήριο του οποίου η δικαιοδοσία ήταν να εκδικάζει εκκλησιαστικές-ποιμαντικές υποθέσεις, αλλά και ιδιωτικού-αστικού δικαίου, διαφορές του ποιμνίου της μητροπόλεως όπως γάμους, διαζύγια, υιοθεσίες, κληρονομικά ζητήματα κ.ά. Επειδή την περίοδο εκείνη η οικονομική κατάσταση της Μητροπόλεως Μαρωνείας ήταν άθλια, ο Νικόλαος αξιοποίησε την περιουσία που είχε παραχωρήσει με διαθήκη του στην τοπική εκκλησία ο ευεργέτης της πόλεως Γεώργιος Νικολάου. Ο ίδιος ανέλαβε επίσης και τη διαχείριση του οικονομικού ποσού των 500 γαλλικών λιρών που είχε προσφέρει ο Κομοτηναίος ευεργέτης, κάτοικος Οδησσού, Κλεάνθης Κούλογλου για την οικονομική ενίσχυση των ελληνικών σχολείων στην κοινότητα της Γκιουμουλτζίνας.
Κατέβαλε συγχρόνως προσπάθειες και αξιοποίησε με ενοικίαση τα δύο ακίνητα, ιδιοκτησίας της μητροπόλεως Μαρωνείας, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή του Επταπυργίου της Κωνσταντινουπόλεως.
Με ενέργειές του το υπουργείο Δικαιοσύνης της Οθωμανικής Κυβερνήσεως εξέδωσε υπουργικούς τεσκερέδες για την ανέγερση εκκλησίας στο Τσιφλίκι Φατρίκα (Φατήρ Γιακάς ή Βαθυρρύαξ), το οποίο ανήκε στο λεγόμενο Κιρ-Τσιφλίκι, όπου για το σκοπό αυτόν είχαν αγοράσει από τον Οθωμανό αγά το συγκεκριμένο κτήμα οι Ηπειρώτες ευεργέτες και δωρητές Τελωνίδης και Σκουτέρης.
Παρόμοιος υπουργικός τεσκερές εκδόθηκε και για την ανέγερση εκκλησίας στο χωριό Πεσμαλή. Ο Νικόλαος το 1912, όταν ήταν για δεύτερη διετή θητεία μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έθεσε τον θεμέλιο λίθο για την ανέγερση μητροπολιτικού μεγάρου στην πόλη της Κομοτηνής, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει επειδή στη συνέχεια προήχθη στην πρωτόθρονη μητρόπολη Καισαρείας της Καππαδοκίας. Το μέγαρο εκείνο είναι η σημερινή λέσχη Κομοτηναίων.
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Εκκλησιαστικός ιστορικός, Θεολόγος, Νομικός
- Αναδημοσίευση από Facebook / Πόντιες.