Γεννήθηκε στην ιστορική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, στην Τραπεζούντα, το 1907, από πατέρα Τενέδιο, τον Ιωάννη Ψαθά, έμπορο κρασιών, και μητέρα Τραπεζούντια, τη Μαρία, και πέθανε στην Αθήνα το 1979. Έζησε την παιδική και την εφηβική του ηλικία με τους γονείς του στην πολιτισμική αυτή πρωτεύουσα και το 1923 βρέθηκε στην Αθήνα ως πρόσφυγας, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης περί ανταλλαγής των πληθυσμών.
Ο Δημήτριος Ψαθάς είχε μεγάλη έφεση στον γραπτό λόγο από την παιδική του ηλικία. Στο σχολείο έγραφε άριστες εκθέσεις σε σύντομο χρόνο.
Το χαρισματικό αυτό έμφυτο της πένας τον οδήγησε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Εποχή του ατρόμητου δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη, όπου έκανε τα πρώτα βήματα προς τη δημοσιογραφία, από την εφηβική του κιόλας ηλικία.
Ως πρόσφυγας πλέον στην Αθήνα, για να επιβιώσει έπρεπε να εργαστεί. Έτσι, το 1925 και σε ηλικία μόλις 18 ετών, παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα. Ήταν η απαρχή μια λαμπρής σταδιοδρομίας στη δημοσιογραφία, και όχι μόνο. Το 1937 γράφει το χρονογράφημα στα Αθηναϊκά Νέα (Τα Νέα, στη συνέχεια). Το χρονογράφημα που τον έκανε γνωστό σε όλη την επικράτεια, ήταν το «Εύθυμα και Σοβαρά».
Ο Δημήτριος Ψαθάς, ο ταλαντούχος αυτός δημοσιογράφος, πέραν της δημοσιογραφίας του, ήταν και ο κορυφαίος ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας της εποχής του. Η Θέμις έχει κέφια (1937), το πρώτο του ευθυμογράφημα, Η Θέμις έχει νεύρα (1938), Ορκίζομαι να είπω την αλήθειαν (1943) –όλα εμπνευσμένα από τις συνεδριάσεις των αθηναϊκών δικαστηρίων–, Μαντάμ Σουσού (1940), έργο που τον έκανε γνωστό ανά την Ελλάδα, Ο χειμώνας του ’41 (1945), Το χιούμορ μιας εποχής (1946), Στη χώρα των Μιλόρδων (1951), Παρίσι, Σταμπούλ και άλλα εύθυμα ταξίδια (1951), Οικογένεια Βλαμμένου (1956), Στο καρφί και στο πέταλο, Πέρα βρέχει (1960), Μικροί Φαρισαίοι (1954), Ένας βλάκας και μισός (1956), Εταιρεία θαυμάτων (1960), Ξύπνα, Βασίλη, Ο αχόρταγος, Φον Δημητράκης, Ο εαυτούλης μου, Ζητείται ψεύτης, Η χαρτοπαίχτρα, είναι μερικά από τα έργα του.
Ο Δημήτριος Ψαθάς επί δεκαετίες έθελγε τα πλήθη με τα ευθυμογραφήματά του, διακωμωδούσε τα γεγονότα της καθημερινότητας της εποχής του χωρίς να προσβάλλει πρόσωπα και θεσμούς, χωρίς να τα χλευάζει με αισχρολογίες και άσεμνες παραστάσεις (όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα). Είχε τη δυνατότητα να διασκεδάζει τον ελληνικό λαό και παράλληλα να τον διδάσκει, όπως του περνούσε μηνύματα για την προαγωγή του καλού, του ηθικού, του δίκαιου κτλ. Καυτηρίαζε διακωμωδώντας το άδικο, το ανήθικο. Με λίγα λόγια, τα έργα του ήταν ανθρώπινα, γι’ αυτό και αγαπήθηκαν από το σύνολο των Ελλήνων. Αν και έχουν παιχθεί σε θέατρα και από τηλεοπτικούς σταθμούς δεκάδες φορές, εξακολουθούν να έχουν την αγάπη και την προτίμηση όλων μας.
Ο Δημήτριος Ψαθάς, ο θαυμάσιος αυτός άνθρωπος, ο υπερήφανος και αξιοπρεπής Τραπεζούντιος, με το πληθωρικό του ταλέντο και με το λεπτό του χιούμορ, υπήρξε ο πλέον χαρισματικός κωμικός συγγραφέας του 20ού αι.
Όμως ο Δημήτριος Ψαθάς αποτελεί το καμάρι του ποντιακού ελληνισμού και για έναν ακόμα λόγο: Είναι συγγραφέας ίσως του σπουδαιότερου ιστορικού μυθιστορήματος που αναφέρεται στο χρονικό της Μικρασιατικής Καταστροφής και εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις πλέον έγκυρες πηγές για το θέμα. Πρόκειται για το Γη του Πόντου (1966), όπου με στοιχεία ιστορικά και αυτοβιογραφικά, στις 540 σελίδες του, μιλά για το ζήτημα των Ελλήνων της Ανατολής, τη χρονική περίοδο που αυτό ήταν στο περιθώριο, στο βωμό της «ελληνοτουρκικής φιλίας»! Με θάρρος τονίζει σχετικώς στον πρόλογό του: «…ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται απ’ τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας ήταν ίσως κι ένας απ’ τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η “φιλία” με τους Τούρκους. Να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε…».
Ο Σμυρναίος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος, στην εισαγωγή του βιβλίου Γη του Πόντου γράφει για τον Δημήτριο Ψαθά και την ένδοξη και μαρτυρική πατρίδα του: «Είχε συνείδηση ότι προερχόταν από το ρωμαλεώτερο ίσως τμήμα του αλύτρωτου ελληνισμού, το καρτερικώτερο και το πιο δοκιμασμένο και θυσιασμένο. Γεννημένος στην πρωτεύουσα του Πόντου από μητέρα Πόντια και πατέρα Τενέδιο, είχε ανατραφεί και ζήσει εκεί έως και τα εφηβικά του χρόνια σε περιβάλλον παλλόμενο από ένθερμο πατριωτισμό. Και συνέβαινε τότε, ιδιαίτερα στα χρόνια της εφηβείας του, οι λέξεις έπος και τραγωδία να σημαίνουν όχι απλώς είδη του ποιητικού λόγου, αλλά την ίδια την ιστορική πραγματικότητα γύρω του. Η γη του Πόντου κατ’ εξοχή υπήρξε χώρος μαρτυρίων και ηρωισμών του Γένους των Ελλήνων…».
Χριστίνα Χαφουσίδου