Μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του ελληνισμού του Πόντου στον αγώνα για τη διάσωση της πλουσιότατης ποντιακής διαλέκτου, και των εκφάνσεών της στο γραπτό λόγο, αλλά και «βοηθός» στη γνωριμία με την ποντιακή λαογραφία, ο δάσκαλος Παντελής Μελανοφρύδης γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1885 στην Άδυσσα (ή Άδισσα) της Αργυρούπολης του Πόντου και πέθανε στην Πτολεμαΐδα το 1967.
Μεγαλωμένος σε οικογένεια πνευματικών ανθρώπων (ο πατέρας του Ηλίας ήταν δάσκαλος), αλλά και ιερωμένων (παππούς του ήταν ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Αβραμίδης «χατζή ποπάς» ), ο Παντελής Μελανοφρύδης τελείωσε με άριστα το δημοτικό και στη συνέχεια φοίτησε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Ο διευθυντής του Φροντιστηρίου, ο Γεώργιος Χ. Ευθυβούλης από την Ίμερα, λέγεται ότι του μετέδωσε την αγάπη για τη γλώσσα. Ο νεαρός Μελανοφρύδης δίδασκε ήδη από το 1903 στη Χαβίανα και το 1909 ανέλαβε δάσκαλος στο μονοθέσιο της Άδυσσας. Το κενό του ήρθε να αναπληρώσει ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνις).
Από τον τόπο του ήταν και η γυναίκα που έγινε σύντροφος της ζωής του, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1910 ο Π. Μελανοφρύδης γνωρίστηκε με τον γιατρό Θ. Θεοφυλάκτου, ο οποίος του ενστάλαξε την πίστη για αναμόρφωση της παιδείας, που θα οδηγήσει σε εθνική αναγέννηση και θα κάνει πραγματικότητα την κρυφή προσδοκία για ανεξαρτησία.
Μαζί ξεκίνησαν την προσπάθεια για την ίδρυση ελληνικού λυκείου στην Παναγία Γουμερά, που υλοποιήθηκε με διευθυντή κατά τα έτη 1913-14 τον Π. Μελανοφρύδη, ο οποίος δίδασκε κιόλας αρχαία ελληνικά και γαλλικά. Μιλούσε επίσης, εκτός από τα νέα ελληνικά, τουρκικά και ρωσικά.
Το 1910 εκδόθηκε στο Βατούμ σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων το πρώτο έργο του, και ακόμα σημείο αναφοράς για τους ερευνητές, «Η εν Πόντω Ελληνική Γλώσσα».
Ο Παντελής Μελανοφρύδης ήταν πολυγραφότατος είτε σε ελληνικές εφημερίδες που εκδίδονταν στον Πόντο και στη Ρωσία, είτε αργότερα στα Ποντιακά Φύλλα –για την έκδοση του οποίου πρωτοστάτησε μαζί με τον Νικόλαο Καπνά το 1938–, το Αρχείον Πόντου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, τα Χρονικά του Πόντου και την Ποντιακή Εστία.
Τα ηθογραφικά διηγήματα Πώς έσυραν την Τσοφούλαν, Τ’ άσπρα κατεβάζνε τ’ άστρα,και το ιστορικό διήγημα Οι Κλωστοί, γραμμένα στο ιδίωμα της Άδυσσας, κατέχουν ξεχωριστή θέση στη λογοτεχνία του ποντιακού ελληνισμού, και είναι υποδειγματικά λαογραφικά τεκμήρια.
Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης αναφέρει ότι ο Π. Μελανοφρύδης αποκαλείτο «εμπρολάτες της ποντιακής λογοτεχνίας».
Στην Ελλάδα ήρθε το 1919 με τους πρώτους πρόσφυγες εκ Ρωσίας· είχε καταφύγει στην Κριμαία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου δίδασκε στα ελληνικά σχολεία.
Εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα (τότε Καϊλάρ), που φέρεται να πήρε την ελληνική ονομασία της μετά από δική του πρόταση, και εργάστηκε ως διευθυντής στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών δίχως να πάψει να γράφει. Στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944) έγινε δήμαρχος.
Μετά το θάνατό του, το1967, η πόλη της Πτολεμαΐδας τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε πάρκο.