Ο Γώγος (Πετρίδης) θα μείνει στην ιστορία της ποντιακής μουσικής για τα «ανοίγματα» που έκανε σε μη ποντιακά ακούσματα, αφού η λύρα του έπαιξε λαϊκά τραγούδια, σκοπούς της εποχής, ακόμα και ευρωπαϊκή μουσική.
Η μουσική του ευφυΐα έγκειται στο γεγονός ότι μπορούσε να μεταφέρει στη λύρα τις τεχνικές του κλαρίνου, του βιολιού ή του μπουζουκιού. Η ικανότητα αυτή τον έχρισε «μετρ των αυτοσχεδιασμών». Άλλωστε εκτός από εξαιρετικός λυράρης ήταν και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι.
Ο Γώγος μεγάλωσε στην Καλαμαριά του Μεσοπολέμου σε ένα αυστηρά ποντιακό περιβάλλον, αλλά θα επηρεαστεί μουσικά και από το ρεμπέτικο των Μικρασιατών που ζουν στην περιοχή.
Σημαντικό «σχολείο» για εκείνον είναι και ο πατέρας του Σταύρης, ένας από τους γνωστότερους παλαιούς λυράρηδες του Πόντου.
Γύρω από την καταγωγή της οικογένειας Πετρίδη ερίζουν πολλές περιοχές. Ο Γώγος θα γεννηθεί το 1917 στο Φαντάκ’, έναν οικισμό κοντά σε ένα από τα σιμοχώρια της Τραπεζούντας, την Όλασσα. Ο οικισμός είχε ιδρυθεί μόλις το 1900 από μερικές οικογένειες Σανταίων. «Από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς έχουμε τη σαφή πληροφορία ότι ο γενεάρχης της οικογένειας δεν συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των αρχικών οικιστών του χωριού. Επομένως ήρθε από κάπου αλλά δεν γνωρίζουμε από πού», γράφει ο Δημήτρης Πιπερίδης.
Αυτό που ξέρουμε όμως με βεβαιότητα είναι ότι η οικογένεια του Γώγου έφτασε στην Ελλάδα το 1922, όταν εκείνος ήταν τεσσάρων ετών. Τα παιδικά του χρόνια θα περάσουν μέσα σε εξαιρετική φτώχεια, αποτέλεσμα και της ιδιοσυγκρασίας του πατέρα του που συνήθιζε να φεύγει ακόμα και για μέρες ολόκληρες από το σπίτι γλεντώντας σε διάφορα ποντιακά χωριά της περιοχής.
Αν και ήταν γιος ενός από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της εποχής, οι πρώτες απόπειρες του Γώγου να παίξει λύρα έγιναν υπό άκρα μυστικότητα.
Ένας από τους ανεπιβεβαίωτους μύθους γύρω από τη ζωή του λέει ότι ο πατέρας του τον άκουσε να παίζει τυχαία και εντυπωσιάστηκε χωρίς να γνωρίζει ότι ο ήχος που βγαίνει είναι από τα χέρια του γιου του. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο ίδιος ο Σταύρης ανέλαβε να τον διδάξει ακολουθώντας την παλαιά μέθοδο και δένοντας το χέρι του στην καρέκλα, ώστε ο Γώγος να εξασκηθεί στο σπάσιμο του καρπού του δεξιού του χεριού.
Μία ακόμα καινοτομία που εισήγαγε στην ποντιακή μουσική είναι το «επάγγελμα μουσικός».
Μαζί με τον Χρύσανθο θα αποτελέσουν το πρώτο δίδυμο που ζει αποκλειστικά από τη μουσική. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 ο Γώγος θα ξεκινήσει τη συνεργασία του με την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης συνοδεύοντας το χορευτικό της συγκρότημα, το θεατρικό της τμήμα αλλά και κάνοντας εκπομπές στο ραδιόφωνό της. Βασική πηγή εσόδων είναι επίσης οι γάμοι και τα γλέντια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, οπότε και εμφανίζονται τα αμιγώς ποντιακά κέντρα διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη, θα ξεκινήσει η ανοδική πορεία της καριέρας του χωρίς να λείπουν και τα ταξίδια στο εξωτερικό.
«Χρυσή» εποχή θεωρείται η ιστορική συνεργασία του με τον Χρύσανθο. Εκτός από το πάλκο θα μοιραστούν και το στούντιο για δύο δίσκους των 78 στροφών. Ωστόσο η παρουσία του «πατριάρχη» στη δισκογραφία θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, με τις περισσότερες ηχογραφήσεις να είναι ανέκδοτες και να βρίσκονται στις ιδιωτικές συλλογές θαυμαστών του. Ακούστε τον Γώγο σε ένα μουχαπέτ’ γύρω στο ’80 στη Λάρισα, στο σπίτι του Κώστα Σανίδη.
Στα 67 του θα διαγνωστεί με καρκίνο παχέος εντέρου. Θα φύγει από τη ζωή στις 20 Απριλίου 1984 και θα ταφεί στο κοιμητήριο της Καλαμαριάς.
Αφιέρωμα: Γώγος, ο Πατριάρχης της λύρας
«Ήταν ο πατριάρχης της κεμεντζέ. Έκανα μαζί του πολλά ποντιακά γλέντια. Φτωχός ήμουν και δούλευα στα λεωφορεία αλλά έπαιρνα το αεροπλάνο από την Αθήνα και πήγαινα στη Θεσσαλονίκη για να τον ακούσω».
♦
«Οι τεχνικές του επεμβάσεις ανέδειξαν τις απεριόριστες δυνατότητες της λύρας ως μουσικού οργάνου. Ο Γώγος εισήγαγε νέες μελωδικές ιδέες, σταθεροποίησε το κούρδισμα στα “πατήματα” (τις θέσεις των δακτύλων), διαμόρφωσε τις μορφές εκτέλεσης των κομματιών δίνοντας νέους τρόπους παιξίματος των “κλαδιών” και αυτοσχεδιασμών στα κομμάτια».