Από γονείς Τραπεζούντιους, το τρίτο παιδί του Ιωάννη Τσακαλίδη και της Όλγας, ο Κωστίκας γεννήθηκε στα Δενδράκια της Δράμας, όπου παίρνοντας τα πρώτα ακούσματα της λύρας από το περιβάλλον του, τα ξεσήκωσε και σε ηλικία μόλις 15 ετών έγινε ένας καλός λυράρης.
Έπαιζε όλα τα μουσικά κομμάτια της πατρίδας του και εμφανιζόταν όχι μόνο σε γάμους και χαρές, αλλά συνόδευε και θεατρικές παραστάσεις.
Λόγω ηλικίας αλλά και χαρακτήρα έγινε γρήγορα αγαπητός, κι ενώ μπορούσε να σταθεί στα γνώριμα και ασφαλή μονοπάτια, εκείνος αναζήτησε νέους μουσικούς δρόμους που αργότερα τον οδήγησαν να εκτελεί μελωδίες άλλων περιοχών της Ελλάδας με την ποντιακή λύρα αλλά και να χρησιμοποιεί όργανα όπως το λαούτο, και την πολυφωνία στο τραγούδι.
Το 1965, σε παμποντιακή τριήμερη εκδήλωση στους Φιλίππους Καβάλας, παίρνει το πρώτο βραβείο με «Τα ολύμαυρα τ’ ομμάτια σ’». Πέντε χρόνια αργότερα, μετά από ένα πέρασμα από τη Γερμανία, βγαίνει ο πρώτος μεγάλος δίσκος του και ακολουθούν άλλοι έξι. Το 1968 είχε κάνει τον πρώτο μικρό δίσκο του στην εταιρεία του Πάνου Γαβαλά, με τίτλο «’Σ σα μαλία σ’ δέσον με» και «Τα ολύμαυρα τ’ ομμάτια σ’». Στο δρόμο του γνωρίζει και συνεργάζεται με διάφορους μουσικοσυνθέτες και ερμηνευτές (Μαρκόπουλος, Πλέσσας, Χάλαρης, Ξυλούρης, Κωχ).
Πρωτοπόρος σε πολλά, εμπλουτίζει με μουσικά όργανα παραδοσιακά ακούσματα αλλά και δημιουργεί στίχους και μουσικές. Λέγεται πάντως ότι στα «επιτραπέζια» τραγούδια, η ερμηνεία του ήταν αξεπέραστη.
Η φήμη του έφθασε στον Καναδά, από όπου ήρθε στην Αθήνα για να τον βρει και να μελετήσει το παίξιμό του ο μουσικολόγος καθηγητής Λι Κλάιν, ο οποίος επιστρέφοντας στην πατρίδα του κάνει ένα δίσκο με παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια υιοθετώντας το μουσικό ύφος του Τσακαλίδη.
Ήδη από το 1972 ο Κωστίκας έχει δημιουργήσει ένα ποντιακό οικογενειακό κέντρο στην Καλλιθέα. Σαρώνει την Ελλάδα τραγουδώντας –όχι μόνο ποντιακά– και παίζοντας λύρα που ενίοτε κατασκευάζει μόνος του. Είναι εκείνος που έβαλε μία ακόμα χορδή στη λύρα, κάνοντάς την τετράχορδη. Τις λύρες τις χωρίζει σε βαριές και ψιλές. Οι ψιλές ήταν μικρόσωμες, λεπτές, που έβγαζαν ψιλές νότες (ζιλ και καπάν) σε αντίθεση με τις βαριές.
Το 1979 διακρίνεται στο Διεθνές Συνέδριο Μουσικολογίας στο Ζάγκρεμπ, αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές και από τα ΜΜΕ. Είχε συμμετάσχει με τον Χαλκιά, τον Μουντάκη, την Καραΐνδρου, τη Γιώτα Βέη.
Ταξιδεύει εκτός Ελλάδας και δίνει συναυλίες βοηθώντας ταυτόχρονα τους συλλόγους των Ελλήνων μεταναστών. Σε ορισμένα τραγούδια του τον συνοδεύει η κόρη του Γιούλη Τσακαλίδου, ενώ μαζί του έπαιξε και ο αδελφός του Νίκος, που χάθηκε το 1999. Ο Νίκος μάλιστα είχε γράψει και δικά του τραγούδια, όπως το «Τα μαλλία μ’ άσπρα χιόνια».
Ο Κωστίκας Τσακαλίδης αρρώστησε από καρκίνο το 1980 και διέκοψε την περιοδεία του στη Γερμανία. Η οικογένειά του και φίλοι, όπως ο Λάζος Τερζάς και ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης (Χάρρυ Κλυνν) στάθηκαν κοντά του. Παρά την αγάπη όλων, όμως, η πορεία ήταν μη αναστρέψιμη.
Με τα λόγια «Αφήνω γεια σας Άρχοντες» αποχαιρέτησε τα εγκόσμια στις 7 Ιουλίου 1982. Είχε ζητήσει να ταφεί πλάι στον πατέρα του.
Ο μεγάλος λυράρης τιμήθηκε με δρόμους που πήραν το όνομά του, με προτομές, αλλά κυρίως στις ψυχές των ανθρώπων. Στη Δράμα υπάρχει και σύλλογος φίλων «Κωστίκα Τσακαλίδη».