Γεννήθηκε το 1885 στη Σάντα και το 1918 ανέβηκε με τα παλικάρια του στα βουνά του Πόντου. Λίγοι μπορούν να συναγωνιστούν σε παλικαριά και ανδρεία τον θρυλικό Σανταίο Ευκλείδη, που έκανε ένοπλη αντίσταση σε εποχές δύσκολες, μετά την αποχώρηση των Ρώσων και ενώ οι τσέτες είχαν κάνει σκοπό της ζωής τους να αφανίσουν τη Σάντα.
Ο Ευκλείδης μαζί με άλλους τριάντα Σανταίους, ιδιαίτερα με Γαλιανίτες, ήρθαν σε επαφή με το σωματείο «Ένωσις» της Τραπεζούντας κι οπλίστηκαν, και μετά από συνεννόηση με άλλους ο Ευκλείδης ανέλαβε οπλαρχηγός των Ισχανταίων, με βοηθούς τον Γεώργιο Γωνιάδη και τον Περικλή Κουφατσή.
Μια από τις τραγικές στιγμές του αντάρτικου της Σάντας ήταν η μάχη στη σπηλιά της Μάγαρας, τον Σεπτέμβριο του 1918.
Εκεί, στη Μεγάλη Σπηλιά, όπως αναφέρει σε αφήγησή του στην Ποντιακή Εστία (τχ. 88) ο Κρωμναίος Ζαχαρίας Μουσικίδης, οι αντάρτες μαζεύτηκαν μαζί με 300 γυναικόπαιδα από τη Σάντα. Οι αντάρτες, περίπου 100, ταμπουρώθηκαν. Οι τσέτες του Σουλεϊμάν Κάλφα τους επιτέθηκαν και ζήτησαν να παραδοθούν.
Ο Δημήτριος Τσιρίπ, υπαρχηγός του Ευκλείδη, βγήκε και φώναξε πως δεν παραδίδονται. Μια σφαίρα στο κεφάλι όμως έδωσε τέλος στη ζωή του.
Από τον Μουσικίδη μαθαίνουμε ότι ο Ευκλείδης κατέφυγε τότε σε ένα τέχνασμα: έβαλε δέκα αντάρτες του να πυροβολήσουν με πιστόλια δέκα φυσιγγίων που ακούγονταν σαν πολυβόλα. Δύο χειροβομβίδες με βρόντο φοβερό αλλά και μια τρομερή μπόρα κλόνισαν τους Τούρκους και η μάχη της Μάγαρας τελείωσε.
Τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στα γειτονικά δάση για να είναι ασφαλή, κι εκεί όμως γράφτηκε μία ακόμα μαύρη σελίδα των δεινών του ποντιακού ελληνισμού, όχι τόσο προβεβλημένη μάλιστα: η σφαγή των νηπίων. Μάνες έπνιξαν τα παιδιά τους ή τα έδωσαν σε αντάρτες να τα σκοτώσουν, για να μην ακουστούν από τους Τούρκους…
Μετά τη μάχη στη Μάγαρα ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σάντα και την ισοπέδωσε κυριολεκτικά. Έκαψε, λεηλάτησε, γκρέμισε εκκλησίες και κωδωνοστάσια, ξερίζωσε μέχρι και τις βρύσες.
Οι τσέτες ακολούθησαν για να κάνουν πλιάτσικο, να βασανίσουν και να σκοτώσουν κάθε ζωντανό πλάσμα, γέρους και γριές. Το αντάρτικο άρχισε να φθίνει μετά την τραγωδία της Σάντας αν και οι Σανταίοι αντάρτες ήταν οι τελευταίοι που έφυγαν για την Ελλάδα.
Ήταν ήδη 1924 όταν ο Ευκλείδης Κουρτίδης εγκαταστάθηκε στη Νέα Σάντα Κιλκίς, όπου ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία.
Η θρυλική ζωή του τελείωσε άδοξα, στις 10 Φεβρουαρίου 1937, όταν έπεσε από το κάρο και τον ποδοπάτησαν τα άλογά του.
Τον αγώνα του όμως δεν τον εξαργύρωσε ποτέ.
ΕΙΠΑΝ
Απόσπασμα από το τραγούδι
«Ατός που κ’ εφοούτονε… (τ’ Ευκλείδη η τραβωδία)»
(ηχητικό)
Ας αρχινώ και λέω σας ολίγα μοιρολόγια
ους να τελένω μη κλαίτε-ν ντο ακούτε-ν τα λόγια.
’Σ σα χίλια εννιακόσια τριάντ’ εφτά τη χρονίαν
δέκα τ’ Άε Χαραλαμπή και ημερομηνίαν.
’Σ σα έντεκα τ’ Άε Βλασσή Ευκλείδης εσκοτώθεν
π’ έκ’σεν το μαύρον το χαπάρ’ τα ραχία ’φορτώθεν.
Πού είσαι, βαχ! νε Κίρτογλη, καπετάνιε Ευκλείδη,
να ελέπ’ς: όλιεν ο κόσμος -ι- σ’, οι συγγενείς και φίλοι. […]