Παιδί της Ριζούντας, όπου είδε το φως το 1889, ο Καπετανίδης τελείωσε το Φροντιστήριο Τραπεζούντας πριν ξεκινήσει να εργάζεται στην τράπεζα Φωστηρόπουλου. Ως «Σίσυφος» και αργότερα ως «Σπύρος Φωτεινός» υπέγραφε τα αρχικά δημοσιογραφικά του κείμενα, πριν μπει επαγγελματικά στο χώρο μέσω του 15θήμερου περιοδικού Επιθεώρησις, που εξέδιδε ο Φίλων Κτενίδης. Το περιοδικό αυτό κυκλοφόρησε σε 24 τεύχη εκ των οποίων τα έξι τελευταία υπό τη διεύθυνση του Καπετανίδη, λόγω αναχώρησης του Κτενίδη για σπουδές.
Στη συνέχεια έγραφε στην Ηχώ του Πόντου, και νωρίτερα χρονογραφήματα στον Φάρο της Ανατολής, για να εκδώσει τελικά το 1917 την εφημερίδα Σάλπιγξ η οποία κυκλοφορούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής. Με την αποχώρηση των Ρώσων και την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, τον Οκτώβριο του 1918, εξέδωσε την εφημερίδα Εποχή όπου με θάρρος και δυνατή πένα αναδείκνυε καθετί ελληνικό και καταδίκαζε, επωνύμως, τις θηριωδίες των Τούρκων. Δεν άργησε λοιπόν να δεχτεί την.. επίσκεψη του φοβερού Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος του έκανε συστάσεις όλο νόημα με συγκεκαλυμένη αλλά σαφή την πρόθεση κατατρομοκράτησής του. Λίγα χρόνια αργότερα, η μοίρα του Ν. Καπετανίδη σφραγίστηκε αμετάκλητα.
Το 1921 συνελήφθη από τους Τούρκους μετά από έρευνα στο σπίτι του όπου εντοπίστηκε επιστολή του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, του μεγάλου πατριώτη από τη Μασσαλία, που αγωνιζόταν για έναν ανεξάρτητο Πόντο. Μαζί με ακόμα 68 Έλληνες του Πόντου κατηγορήθηκε ότι έδινε αγώνα για την ανεξαρτησία του Πόντου. Όταν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας της Αμάσειας του απήγγειλε την κατηγορία, ο Καπετανίδης σηκώθηκε και είπε: «Όχι μόνον για την ανεξαρτησία του Πόντου, αλλά και για την ένωσή του με την Ελλάδα!».
Καταδικάστηκε και απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1921. Ήταν μόλις 32 χρονών.