Τελικά στα 20 χρόνια διακυβέρνησης κατάφερε τίποτε ο Ερντογάν; Αναμφιβόλως, ναι. Σε πολλούς τομείς. Οδήγησε όμως τη χώρα του σε ένα κομβικό σημείο όπου όλα είναι έτοιμα να χειροτερέψουν. Από την οικονομία μέχρι τα πολεμικά και διπλωματικά μέτωπα που άνοιξε.
Η κρισιμότητα της στιγμής καθορίζεται από την ανάδειξη νέας ηγεσίας στις ΗΠΑ και την αποσαφήνιση των γερμανικών θέσεων. Σε ό,τι τουλάχιστον μας αφορά.
Η αποχώρηση των ΗΠΑ από την ευρύτερη περιοχή μας, μια πολιτική που εφήρμοσε ο Τραμπ, άφησε περιθώρια σε φιλόδοξους περιφερειακούς δρώντες να καταλάβουν τα κενά. Και εδώ φάνηκε η ανάγκη μιας ισχυρής δύναμης που έχει την αίσθηση παγκόσμιας αποστολής. Η δύναμη αυτή είναι οι ΗΠΑ. Ακολουθούν η Ρωσία και η Κίνα, αλλά προς το παρόν ο καταλύτης των εξελίξεων είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ΗΠΑ, λοιπόν, διακήρυξαν διά του νέου προέδρου τους πως θα επιδιώξουν να ασκήσουν και πάλι τον παγκόσμιο ρόλο τους για να επιφέρουν μια κανονικότητα, μια νέα ισορροπία. Και αυτή η πρόθεση εξυπηρετεί την Ελλάδα. Δεν βοηθά, βεβαίως, τους τουρκικούς σχεδιασμούς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα θα παραδοθεί αμαχητί. Αν και ο Ερντογάν και η πολιτική του βρίσκονται προς το τέλος τους. Η Τουρκία, είτε τώρα είτε με τον διάδοχο του Τούρκου προέδρου, θα αναζητήσει νέα πολιτική. Η παλιά δεν της βγαίνει.
Εκείνο που διαφαίνεται ότι θα επιδιώξουν οι ΗΠΑ στην περιοχή μας είναι να επανεμφανιστούν, βεβαίως, αλλά και να συνεργαστούν με την ΕΕ για να αναλάβει και αυτή τις υποχρεώσεις της.
Θα επιχειρήσουμε να δούμε τις εξελίξεις από την ελληνική οπτική.
Η παρουσία των ΗΠΑ εξυπηρετεί την Ελλάδα. Η Ουάσινγκτον έχει πάρει, έστω και λεκτικά, ευνοϊκές θέσεις υπέρ της Αθήνας στην τελευταία μακρά διένεξή της με την Άγκυρα. Η πολιτική του Τούρκου προέδρου οδήγησε τη χώρα του σε μια πρωτοφανή απομόνωση, σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία πρέπει να βρίσκεται αυτήν την περίοδο σε ιστορικό απόγειο των διεθνών συνεργασιών της. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ήταν εύκολο για την Τουρκία να προβεί σε καθοριστικής σημασίας επιθετική κίνηση. Ακόμη και με τον Τραμπ, την περίοδο του οποίου η αμερικανική γραφειοκρατία διατύπωνε θέσεις αντίθετες ακόμη και με τη βούληση του προέδρου.
Η ανάγκη όμως των ΗΠΑ να συνεργαστούν στην περιοχή με την ΕΕ, λόγω της αναγκαστικής παρουσίας τους και στην Ασία προς αντιμετώπιση της Κίνας, οδηγεί στην εξέταση των ενδοευρωπαϊκών σχέσεων και προθέσεων. Και εδώ υπάρχει μια δυσκολία.
Στην ΕΕ διαμορφώνονται δύο γραμμές. Η γερμανική και η γαλλική. Και είναι αποκλίνουσες. Η Γερμανία διακατέχεται, όπως και η Τουρκία, από μια αντίληψη ιδιαιτερότητας, και έχει την αίσθηση πως μετά από προσπάθειες ενάμιση αιώνα κατάφερε να πετύχει να κυριεύσει την Ευρώπη. Τα στερεότυπα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής δεν άλλαξαν. Η Τουρκία θεωρείται βασικός πυλώνας της γερμανικής αντίληψης.
Θα έλεγα πως και η Βουλγαρία ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, αλλά προσώρας η Σόφια δεν διαδραματίζει παρά δευτερεύοντα ρόλο.
Οι προθέσεις και η πολιτική της Γερμανίας θα φανούν τις επόμενες ημέρες κατά τη Σύνοδο Κορυφής όπου θα τεθεί μετ’ επιτάσεως το ζήτημα των κυρώσεων κατά της Τουρκίας λόγω των προκλητικών ενεργειών της κατά της Ελλάδας και της Κύπρου. Για να διευκολύνει το Βερολίνο στις θέσεις του κατά τη σύνοδο που είναι ήδη γνωστές, η Τουρκία απέσυρε το «Oruç Reis», ζητά διάλογο (προφανώς για όλα) και κρατά στάση αναμονής για την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό. Θέλει να αποφύγει τις κυρώσεις οι οποίες, μαζί με τις διαφαινόμενες αμερικανικές για άλλους λόγους, θα επιδεινώσουν την τουρκική οικονομία. Και η Γερμανία θέλει να βοηθήσει την Τουρκία. Και θα το κάνει.
Αντίθετη είναι η στάση της Γαλλίας η οποία οικοδομεί μια συνεργασία χωρών που ανησυχούν από την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας. Η Γαλλία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, είναι θαλάσσια και όχι χερσαία δύναμη. Έχει συμφέροντα στη Μεσόγειο, και η πολιτική που τείνει να διαμορφώσει συγκλίνει με την ελληνική.
Το ερώτημα είναι ποια πολιτική θα ευνοήσουν οι ΗΠΑ: τη γερμανική ή τη γαλλική;
Πάντως, και στην ΕΕ αρχίζουν να ωριμάζουν τα πράγματα για το δέον γενέσθαι. Η αλλαγή ηγεσίας στην Ουάσινγκτον θα διευκολύνει, όπως όλα δείχνουν, την ελληνική προσέγγιση στις εξελίξεις. Τις οποίες αναμένει με αγωνία και η Τουρκία.