Μια στιγμή που απαθανατίστηκε πριν από το 1915, στο ορφανοτροφείο της Μους στην ανατολική Ανατολία. Φωτογράφος, η Νορβηγίδα ιεραπόστολος Μπιόρν Καταρίν Μπόντιλ, μέλος της σκανδιναβικής οργάνωσης «Women Missionary Workers», που εργαζόταν στα ορφανοτροφεία της Μους και της Μεζρ.
Πρωταγωνιστούν η Μάργκαρετ που ήταν δασκάλα με τις μαθήτριές της, τρόφιμους του ορφανοτροφείου. Εκείνο το πρωινό ήταν ένα από τα τελευταία που τις έβλεπε όλες μαζί.
Το καλοκαίρι του 1915*, κατά τη διάρκεια των σφαγών του αρμενικού πληθυσμού στη Μους, ο τουρκικός στρατός έβαλε φωτιά στην πόλη. Χιλιάδες Αρμένιοι κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους. Σύμφωνα με σημείωση που έχει γράψει η Μπόντιλ στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας, η δασκάλα και οι μαθήτριές της καήκαν επίσης ζωντανές.
Μάρτυρας των τουρκικών εγκλημάτων, η αδερφή Μπιόρν υπέφερε από την απώλεια όλων των ορφανών «παιδιών της» σε μια μέρα. Τους είχε δώσει μητρική αγάπη και φροντίδα επί χρόνια.
Τα ουρλιαχτά των δύστυχων παιδιών και οι κραυγές για βοήθεια είχαν καρφωθεί στη μνήμη της.
Το 1916, επέστρεψε στη Μους μαζί με την Αρμένια βοηθό της Καραπέτ Γεγκιαζαριάν. Συγκέντρωσε 34 ορφανά από τους δρόμους και εγκαταλελειμμένα σπίτια, τα τάισε και τους έδωσε καταφύγιο σώζοντάς τα από πιθανό θάνατο, κάτι που δεν κατάφερε να κάνει με τα παιδιά του ορφανοτροφείου στη Μους.
«Όταν έχασα τα ορφανά μου, υπέφερα πολύ ψυχικά αλλά η απόγνωση δεν ήταν αρκετή για να με φοβίσει και να με αποτρέψει να φύγω αμέσως και να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Έμεινα στο Χαρμπέρντ για πέντε μήνες αναζητώντας μια ευκαιρία για να επιστρέψω στη Μους και να ερευνήσω εάν μπορούσα να εντοπίσω ζωντανά κάποια από τα ορφανά μου, ώστε να ηρεμήσει η καρδιά μου», έγραψε η Μπιόρν Καταρίν Μπόντιλ, μία από τους χιλιάδες μάρτυρες της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
≈ ≈ ≈ ≈
*Οι σφαγές στη Μους άρχισαν στις 3 Ιουλίου 1915. Από τους 15.000 Αρμένιους που ζούσαν στην πόλη επέζησαν μόνο οι 500 και από τους συνολικά 60.000 που ζούσαν στα γύρω χωριά κατάφεραν να επιβιώσουν μόλις 9.000.