Η ποιότητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, ειδικά στην εποχή της πανδημίας που επέβαλε την τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση, είναι ένας πονοκέφαλος για τους καταναλωτές, καθώς το χάσμα των ταχυτήτων που διαφημίζουν οι πάροχοι και των πραγματικών μπορεί να είναι τεράστιο. Η λέξη «έως» που χρησιμοποιείται είναι ενδεικτική, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες παρότι ένα πακέτο σταθερής τηλεφωνίας και ίντερνετ προβλέπει ταχύτητες έως 24 Mbps, αυτές εντέλει περιορίζονται σε μόλις 3 Mbps.
Αν και η ταχύτητα σύνδεσης επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως τα καλώδια χαλκού και την απόσταση από το καφάο έως την πρίζα ή το είδος του ρούτερ, πλέον οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο θα είναι υποχρεωμένοι να ενημερώνουν για τις ρεαλιστικά αναμενόμενες ταχύτητες της σύνδεσης των καταναλωτών, και όχι μόνο για τις ονομαστικές και διαφημιζόμενες ταχύτητες.
Οι διατάξεις του Εθνικού Κανονισμού Ανοιχτού Διαδικτύου που τίθενται σε ισχύ προβλέπουν ότι η ενημέρωση αυτή θα αποτελεί μέρος των όρων της σύμβασης και συνεπώς ο καταναλωτής αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων ή επανορθώσεων σε περίπτωση που διαπιστωθούν συνεχείς ή επαναλαμβανόμενες αρνητικές αποκλίσεις από την ελάχιστη ταχύτητα.
Σε περίπτωση αποκλίσεων μεγαλύτερων του 30% για ADSL δίκτυα (καλώδιο χαλκού) και 20% για τις υπόλοιπες τεχνολογίες (π.χ. VDSL, οπτική ίνα προς το σπίτι – FTTH) από την τιμή της ελάχιστης ταχύτητας για την οποία ενημερώθηκε, ο συνδρομητής αποκτά και το δικαίωμα αζήμιας καταγγελίας της σύμβασης, εφόσον το πρόβλημα δεν διορθωθεί εντός 30 ημερών.
Οι πάροχοι οφείλουν να επικαιροποιούν τις τιμές των ταχυτήτων σύνδεσης τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και οι συνδρομητές θα έχουν δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, εφόσον υποβαθμίζονται οι ήδη παρεχόμενες ταχύτητες.
Πάντως, όπως αναφέρουν στελέχη των τηλεπικοινωνιών, η μετάβαση από τον χαλκό στην οπτική ίνα, θα ελαχιστοποιήσει, σταδιακά, τα προβλήματα των χαμηλών ταχυτήτων στα δίκτυα σταθερής.