Είμαστε στο στάδιο των στείρων διαπιστώσεων· μηρυκάζουμε τα ίδια και τα ίδια, χωρίς κανείς να ξέρει πώς να βγούμε από το τέλμα. Ο Ερντογάν και όλοι οι προηγούμενοι Τούρκοι ηγέτες μάς απειλούν μ’ αεροπλάνα και βαπόρια, ενώ οι δικές μας ηγεσίες απαντούν με τσιτάτα από το Διεθνές Δίκαιο. Στο εσωτερικό για κάποιους αποκλειστικός φταίχτης για όλα είναι το Δημόσιο και «ζήτω η ιδιωτική οικονομία», αλλά στα ζόρικα τρέχουν να κρυφτούν στην ποδιά του, αφού πρώτα το κατακλέψουνε.
Για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια το πολιτικό σύστημα είναι απολύτως εγκλωβισμένο στην αδράνεια, στην πλήρη ανυπαρξία.
Ούτε καν οι «καβγάδες» στη Βουλή δεν αποσπούν το ενδιαφέρον, έστω ως θέαμα, όπως παλιότερα. Ο «Αλέξης» άλλοτε μάγευε τα πλήθη και τώρα μετά τις απειράριθμες παλινωδίες του, «τα λέω-ξελέω», μένει στη γωνία, βλέπει πλάτες. Ο δικομματισμός είναι μισολιπόθυμος με τον ΣΥΡΑΖΑ σε κώμα.
Τα συντροφικά μαχαιρώματα στον Μητσοτάκη περισσεύουν, όμως προτάσεις για άλλη πολιτική δεν υπάρχουν. Οι επιθυμίες εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων για συγκυβέρνηση παραμένουν ανεκπλήρωτες επειδή αν προστεθούν στους σημερινούς ανίκανους (ή αδέξιους) οι χθεσινοί αποτυχημένοι με πιστοποιητικό το άθροισμα θα είναι καταστροφικό. Υπό αυτές τις συνθήκες η χώρα δεν είναι μεν ακυβέρνητη, αλλά είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στον πάτο του βαρελιού. Η κοινωνία μετά από πολυετή σειρά χαμένων μαχών έμεινε χωρίς αντανακλαστικά, έχει απονεκρωθεί.
Ορισμένοι αρμόδιοι επαναλαμβάνουν παλιές μεθόδους αυταρχισμού που κατά κανόνα προκαλούσαν την αντίδραση διαφόρων χαρακτηρισμένων συλλήβδην ως αναρχικών, αλλά ούτε αυτό καταφέρνει να αφυπνίσει την κοινωνία, την αποκαμωμένη από τα πολλαπλά χτυπήματα μίας δεκαετίας. Ο «λαός» παραμένει ασυγκίνητος, οι «φωτιές» ανάβουν αποκλειστικά στα τηλεοπτικά παράθυρα των ΜΜΕ που «απολαμβάνουν» τη σχεδόν μηδενική εμπιστοσύνη των τηλεθεατών. Οι τηλεοπτικές συζητήσεις έχουν από καιρό μετατεθεί στις βραδινές ώρες, κατάλληλη προετοιμασία για ύπνο.
Σ’ αυτό το κλίμα ακινησίας εμφανίστηκαν αιφνιδίως φήμες από απροσδιόριστες πηγές για ίδρυση νέων κομμάτων που θα ανταποκριθούν υποτίθεται στις σοβαρές ελλείψεις της χώρας.
Ο καλά ενημερωμένος πρώην ΥΠΕΞ κ. Κοτζιάς, σαν έτοιμος από καιρό, έσπευσε να δηλώσει ότι η μικροομάδα του μετατρέπεται σε κόμμα. Οι εν λόγω πηγές, δεξαμενές σκέψης (και δράσης), έχουν την ευκαιρία να παίξουν με κάθε κίνηση ζηλωτών σωτήρων της πατρίδας, διαμαρτυρόμενων αποστατών για την ανικανότητα των ηγεσιών. Τα έχουμε ζήσει και στο παρελθόν, με οδυνηρές συνέπειες για τη χώρα.
Επειδή δεν υπάρχει στον ορίζοντα προσωπικότητα κύρους, τα νέα κόμματα –αν και όταν εμφανιστούν– θα ανήκουν στην κατηγορία «άκου τις υποσχέσεις, κράτα μικρό καλάθι», έτσι ώστε να αφαιρέσουν μεν την αυτοδυναμία από τον Μητσοτάκη με τη βοήθεια και της απλής αναλογικής, αλλά τα ίδια να αποτελούν μικρούς εξαρτημένους παίκτες με κατ’ ανάθεση ρόλους στήριξης ή πτώσης της κάθε κυβέρνησης. Με απλά λόγια, όλη η χώρα να θυμίζει ασταθές πλεούμενο σε τρικυμιώδες περιβάλλον, με πλήρωμα και επιβάτες σε απόγνωση, έτοιμους να δεχθούν το κάθε σωσίβιο. Έτσι, εν ειρήνη μπορεί να επιλυθούν τα προβλήματά μας, δηλαδή το εξής ένα: Η απαίτηση της Τουρκίας να μας καταπιεί αμάσητους. Αν κάποιοι θεωρούν όλα αυτά ως σενάριο φαντασίας, μπορούν να θυμηθούν ότι για να φτάσουμε στο πραξικόπημα της χούντας προηγήθηκαν δύο χρόνια πολιτικής αναταραχής, και μετά άλλη μια επταετία για να κλείσει ο κύκλος με την προδοσία της Κύπρου. Το «καλό πράμα» αργεί να γίνει.
Το δεύτερο πρόβλημα (δεν υπάρχει μόνο ο κορονοϊός) είναι τα πολλά δισεκατομμύρια που προβλέπεται να μοιραστούν από την ΕΕ σε όλους τους εταίρους που, όπως εμείς, αποδέχονται το «ευρωπαϊκό κράτος δικαίου», π.χ. γάμους ομοφυλόφιλων και τους άλλους όρους του Σόρος, αντίθετα με το δίδυμο Ουγγαρία-Πολωνία. Τα δισ. είναι τόσα ώστε να τα εποφθαλμιούν πολλοί, ικανοί να τα διεκδικούν με το «δίκιο του ισχυρότερου», υποβάλλοντας την ιδέα για νέα κόμματα και αποσταθεροποίηση όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά της ίδιας της χώρας. Θυμάμαι μια στιγμή απόγνωσης του Σημίτη που δήλωσε: «Δεν είμαι πρωθυπουργός για να μοιράζω την πίτα».
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η προμήθεια για παράδειγμα των γαλλικών αεροσκαφών Ραφάλ θέτει ορισμένα ερωτήματα. Τα αεροσκάφη(και κάθε νέο όπλο) έχει νόημα μόνο αν υποστηρίζει μια στρατηγική αντιμετώπισης της Τουρκίας, άλλη πλην των συνεχών εκκλήσεων για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου. Αλλιώς είναι στάχτη στα μάτια. Τέτοια στρατηγική απλώς δεν υπάρχει. Μένουν στην ενέργεια σενάρια αλλαγών και η ουρανοκατέβατη έμπνευση για νέα κόμματα θα μπορούσε να είναι το εναρκτήριο λάκτισμα.
Δεν υπάρχει φορέας δρώντων ή απόμαχων παραγόντων της πολιτικής ή στρατιωτικής ζωής που να αντιλαμβάνεται πέραν των συνταξιοδοτικών ή άλλων οικονομικών απαιτήσεων ότι μια απρόκλητη τουρκική επίθεση είναι το λιγότερο πιθανό σενάριο. Διότι απλούστατα η έκβαση δεν είναι απολύτως εξασφαλισμένη. Και οπωσδήποτε δεν υπάρχει κάποιος εν ενεργεία ή απόμαχος πολιτικός ή στρατιωτικός να μας πει καθαρά και απλά όχι ποια όπλα να πάρουμε, αλλά τι να τα κάνουμε, ποια στρατηγική χρειαζόμαστε για να πάψουμε να είμαστε ένα θλιβερό προτεκτοράτο που μιλάει μόνο για τα προγονικά κλέη, όμως όλο και λιγότερο γιατί η υπενθύμιση με γιορτές, παρελάσεις κλπ. τονώνουν τη μνήμη και το φρόνημα, άρα πρέπει να καταργηθούν.
Ο πολιτικός κόσμος αλλά και η στρατιωτική ηγεσία θα όφειλαν να έχουν σκεφτεί ότι εκτός από τα σενάρια πολέμου υπάρχουν και τα σενάρια «ειρηνικών» αλλαγών και ανατροπών, δεδομένου ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια της πολιτικής.
Κορυφαίο, και όχι ιδιαίτερα μακρινό παράδειγμα, πολιτικού ανατρεπτικού σεναρίου είναι η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993 που άφησε άναυδο τον πρωθυπουργό, πατέρα του σημερινού ηγέτη της κυβέρνησης. Αλλά προφανώς δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, έτσι δεν είναι;
Απόστολος Αποστολόπουλος