Ένα τραπέζι τετραγωνικό, ύψους 40-50 εκ., κάτω από το οποίο έβαζαν μαγκάλι που το τοποθετούσαν μέσα σε έναν τσίγκο ή μια οποιαδήποτε λαμαρίνα, είναι η σάγκα.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο λεξικό του αναφέρει ότι η λέξη προέρχεται από το λατινικό staga (λουρί πόρτας), ενώ ο Αθανάσιος Ασιατίδης θεωρεί ότι παράγεται από την επίσης λατινική λέξη sagum (χοντρή χλαμύδα των στρατιωτών σε καιρό πολέμου).
Αυτού του είδους η… πατέντα ήταν πολύ συνηθισμένη σε όλες σχεδόν τις περιοχές του Πόντου λόγω του ψύχους, εκτός από τις μεγάλες πόλεις όπου είχαν και θερμάστρες (πέσκος).
Για καύσιμη ύλη χρησιμοποιούσαν τα τσόφλια (τσέπλα) των φουντουκιών – στην Τραπεζούντα υπήρχαν πολλά εργαστήρια αποφλοίωσης που τα πωλούσαν με το τσουβάλι. Στη δε Κρώμνη που δεν είχε δάση χρησιμοποιούσαν και πλινθοποιημένη και αποξηραμένη κοπριά ζώων, τα κουσκούρα.
Η βασική θέση για τη σάγκα ήταν συνήθως στην κουζίνα όπου οι νοικοκυρές κατά τη διάρκεια του χειμώνα έφτιαχναν το φαγητό, έπλεναν τα πιάτα, έβαζαν να καθαρίσουν τα κοκκία (σιτάρι), το πριντζ (ρύζι), τη φακή ή τα φασούλα (φασόλια).