Το «πέρασμα» ως έννοια σε εισάγει σε κάτι άλλο. Και κατά την αγγλική εκδοχή «the passing», σημαίνει και θάνατο. Ο συνδυασμός παραπέμπει στο θάνατο του παλιού και την εισαγωγή στο νέο. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από συνεχή «περάσματα». Οι συνθήκες ωρίμασαν κατά τον μακρύ 20ο αιώνα και η ανθρωπότητα είναι έτοιμη για το νέο «πέρασμα».
Συνειδητά ή ασυνείδητα υπάρχουν καταλύτες για τα «περάσματα». Και για το συνολικό δικό μας «πέρασμα» ο καταλύτης φαίνεται να είναι η Covid-19.
Η φαντασία μου είναι περιορισμένη για να το αποδώσω σε σκόπιμη και μεθοδευμένη προσπάθεια διεθνών κέντρων για να ελέγξουν τις εξελίξεις. Τις ελέγχουν ούτως ή άλλως. Η απόσταση μεταξύ των κατόχων της σύγχρονης γνώσης και του μέσου όρου του παγκόσμιου πληθυσμού είναι τεράστια. Και όποιος έχει τη γνώση διαθέτει και την εξουσία.
Η αλήθεια από τη φύση της συνδέεται με μια κυκλική σχέση με συστήματα εξουσίας που την παράγουν και τη συντηρούν» έγραφε ο Νίτσε. Και κατά τον Φουκώ αλήθεια είναι απλώς το προσωπείο που φορά η εξουσία στην κυρίαρχη επιστήμη της σύγχρονης Δύσης. Εκείνο, όμως, στο οποίο ωθεί τον κόσμο η απόσταση αυτή είναι ο ανορθολογισμός. Με την έννοια της αντίθεσης στον ορθολογισμό.
Όπως δεν δημιούργησε την Covid και δεν τη συντονίζει ένα παγκόσμιο κέντρο για να ελέγξει την ανθρωπότητα, έτσι και το ανορθολογικό ή μη ορθολογικό ρεύμα που ενισχύεται ολοένα και περισσότερο δεν καθοδηγείται από κανέναν. Μόνο από τις ενδόμυχες δυνάμεις του ανθρώπου ή της φύσης που ωθούν σε μια αντίδραση απέναντι σε έναν φόβο. Και οι εξελίξεις φοβίζουν την ανθρωπότητα. Και οι επιστημονικές –η Covid είναι μια εκδοχή τους– και οι πολιτικές και οι κοινωνικές. Είναι το ρεύμα που η αγοραία αντιμετώπισή του από την πλευρά των ορθολογιστών το ονομάζει συνομωσιολογικό. Το ρεύμα που σε λαϊκό επίπεδο το εξέφρασε ο Τραμπ και η ομάδα του. Και ενώ ο Τραμπ μπορεί να εκλείψει, το ρεύμα θα συνεχίσει να μεγαλώνει και να ισχυροποιείται.
Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της καθημερινότητας με τον κοινό νου, την φυσική τους ευφυΐα και την εμπειρική γνώση, καταφεύγουν στην αναζήτηση υπερφυσικής βοήθειας. Καταφεύγουν στα άλογα μέσα του πολιτικού μύθου και της χαρισματικής ηγεσίας, στους μύθους της φυλής, του χαρισματικού ηγέτη που θριαμβεύει όχι χάρη στο νου και την ικανότητά του αλλά χάρη στις υπερφυσικές δυνάμεις με τις οποίες τον έχει προικίσει η μοίρα. Και εδώ εμφανίζεται η ανάγκη του αρχηγού. Όταν μια συλλογική επιθυμία έχει φθάσει σε ακραία ένταση και όταν από την άλλη μεριά κάθε ελπίδα για εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας από κανονικούς και φυσιολογικούς δρόμους έχει ξαστοχήσει. (Ernst Cassirer, The myth of the state).
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο δεν είναι απίθανη η επιστροφή σε διάφορες μορφές προνεωτερικής θρησκευτικότητας και κοινότητας ως μέσου υπέρβασης της πνευματικής φτώχειας της Δύσης.
Αυτή η αντικομφορμιστική ιδεολογία που επικρατούσε στη Γαλλία τη δεκαετία του ’30 και εκφράστηκε έντονα από τον Ζορζ Μπατάιγ, η αποκήρυξη, δηλαδή, του φιλελευθερισμού, του κοινοβουλευτισμού, της αυτόνομης υποκειμενικότητας και του ορθού λόγου του Διαφωτισμού στα οποία ο Μπατάιγ αντιπαρέθεται την ιδέα της εκστατικής κοινότητας συνέκλινε όλο και περισσότερο στους στόχους του «φασιστικού σοσιαλισμού» ή του «αριστερού φασισμού» ενός πολιτικού προσανατολισμού με βαθιές ρίζες στη γαλλική πολιτική κουλτούρα.
Προς Θεού δεν εννοούμε ότι η Αριστερά είναι φασιστική κατά την αγοραία πρόσληψη του όρου. Άλλωστε δεν είναι δικός μας. Ο φασισμός πέραν της απεχθούς πολιτικής πρακτικής του και την αντανακλαστική απόρριψή του λόγω των δεινών που επισώρευσε στην ανθρωπότητα αποτέλεσε μια ιδεολογία, μια αποτυχημένη και οδυνηρή ιδεολογία που βασίστηκε στη δύναμη της θέλησης, τον Υπεράνθρωπο, την ανδροπρέπεια, το ιερό, τη μαγεία, τη φυλή, την απέχθεια για το νόμο, το ισχυρό καρλσμιτιανό κράτος, την υπερβατική φύση της φασιστικής δράσης, την υπερφυσική δυνατότητα του ηγέτη.
Δεν αποκλείεται αυτό το «συνομωσιολογικό» ή αντιορθολογικό ρεύμα να οδηγηθεί σε επικίνδυνες ατραπούς αν η πλειοψηφική αντίληψη του κόσμου δεν επαναπροσδιοριστεί. Και αυτός ο επαναπροσδιορισμός θα πρέπει να είναι καθολικός.
Εν ολίγοις, για να αποφευχθεί μια επιστροφή στον Μεσαίωνα θα πρέπει ο κόσμος που διαμορφώνεται (το «πέρασμα», του τίτλου) να αγγίξει και να πάρει μαζί του την κοινωνία. Να αποφύγει τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και μορφωτικά χάσματα τα οποία, σήμερα, διευρύνονται με μεγάλη ταχύτητα.
Το βασικό ιδεολογικό υπόβαθρο που διέτρεξε την ιστορία μέχρι σήμερα ήταν η επανάσταση των δούλων. Ο δούλος ως υποκείμενο άλλαζε κατά περιόδους. Σήμερα έχει τα χαρακτηριστικά του περιθωριοποιημένου ψηφιακά, μορφωτικά, οικονομικά, κοινωνικά. Αυτού που καταφεύγει στην ακέφαλη πολιτικά ομάδα των «συνωμοσιολόγων» ή αντιορθολογιστών. Αν και ο αντιορθολογισμός είναι ένα βαθύ πνευματικό κίνημα που θεωρεί τον ορθό λόγο και τον Διαφωτισμό ως υποβαθμισμένες πνευματικά τάσεις, ως πρωταρχικές μορφές ανθρώπινης σκέψης που δεν λαμβάνουν υπόψη την γνώση από την εμπειρία, τη διαίσθηση, το αίσθημα κτλ. Επιχειρήθηκε να διασυνδεθεί με τον ναζισμό και τον φασισμό επειδή σημαντικές προσωπικότητες που θεωρήθηκαν εκφραστές του, (από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ) εκτιμήθηκε ότι τον υπηρέτησαν.
Τίποτε, λοιπόν, μετά την Covid δεν θα είναι όμοιο με την προ-Covid εποχή αν και παλαιοί θύλακες θα επιβιώσουν.
Από το πόσο θα ακολουθήσει σε αυτό το «πέρασμα» η ανθρωπότητα θα εξαρτηθεί και η παγκόσμια ισορροπία. Η βασική αντίθεση που θα αναδυθεί θα είναι μεταξύ αυτών που μπορούν και θέλουν να ακολουθήσουν και αυτών που δεν μπορούν. Μια πολιτική πρόταση πρέπει να εστιάσει στους δεύτερους.
Αυτή η νέα μορφή κόσμου ξεπερνά τα όρια του εθνικού κράτους. Αλλά αν θέλει την ησυχία της θα πρέπει στις νέες κρατικές οντότητες που θα έχουν ομοσπονδιακό χαρακτήρα να εντάξει τις κοινωνίες με τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Οι Έλληνες για παράδειγμα βιώνουν εθνικό κράτος μετά την Επανάσταση του ‘21. Προηγουμένως ζούσαν σε πόλεις-κράτη ή αυτοκρατορίες. Η σύγκριση δεν κολακεύει το εθνικό κράτος που δημιούργησαν. Οποιαδήποτε συμμετοχή τους σε ευρύτερα σύνολα, όπως μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης, προϋποθέτει την ύπαρξή τους ως εθνικής οντότητας. Δημοκρατίας, δηλαδή, με εθνικά χαρακτηριστικά. Όπως και των άλλων κρατών που σήμερα αποτελούν την διακρατική Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για να καταλήξουμε πιο πρακτικά, το ερώτημα σε ό,τι μας αφορά ως ελληνική κοινωνία είναι κατά πόσο ένας «δεξιός γκραμσιανισμός» που δημιουργήθηκε στη χώρα μπορεί να διαμορφώσει μια ψευδή συνείδηση (ιδεολογία κατά Μαρξ) που θα κρατήσει ενιαία την κοινωνία και θα την οδηγήσει στο «πέρασμα» που περιγράφει το κείμενο.
Για τους μη εξοικειωμένους, ο Γκράμσι, ηγετική πολιτική και διανοητική μορφή του ιταλικού αριστερού κινήματος, διατύπωσε την θεωρία της ηγεμονίας με την εκτίμηση πως για να κερδίσεις την εξουσία πρέπει, πρώτα, να ηγεμονεύσεις ιδεολογικά. Αναφερόταν, βεβαίως, στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς.
Στην Ελλάδα η Αριστερά ηγεμόνευσε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα δεν έχει ούτε θεωρία, ούτε πολιτική ούτε και αξιόλογη διανόηση.
Έχει η Δεξιά; Όχι. Και αυτή που διαθέτει εκείνο που μπόρεσε να πετύχει ήταν να της προσδώσει συγκριτικά πλεονεκτήματα απέναντι σε έναν ακραίο αμοραλισμό (της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) και μια αντίληψη πως η κοινωνία μπορεί να διοικηθεί με μεθόδους κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης. Δεν διαθέτει, λοιπόν, το ιδεολογικό δυναμικό η ιδεολογικά επικυρίαρχη σήμερα πολιτική παράταξη και δεν υπάρχει τέτοιο δυναμικό στη σημερινή ελληνική κοινωνία. Η ευκολία, δε, με την οποία αποδομείται ο δημόσιος λόγος με τα μέσα ενημέρωσης και σχολιασμού που υπάρχουν σήμερα οδηγεί σε μια σχετικοποίηση και έναν μηδενισμό των πάντων. Αυτό το κλίμα ενθαρρύνει τον αντιορθολογισμό.
Το «πέρασμα», λοιπόν, μας εισάγει σε μια εποχή αβεβαιότητας, απροσδιοριστίας, χωρίς δυνατότητα καμιάς αναφοράς και χωρίς το νέο που έρχεται να μπορεί να ελεγχθεί από πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Μπαίνουμε σε μια εποχή άκρας αβεβαιότητας. Και την αβεβαιότητα αυτή καλόν είναι να την αντιμετωπίσουμε μαζί με άλλους, όσο πιο συνεκτικά γίνεται.
Χρειάζονται σε εθνοτικό επίπεδο νέοι πολιτικοί φορείς ( το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας τείνει να γίνει μονοκομματικό όσο δεν αναδύεται ένας σύγχρονος και αξιόπιστος νέος πολιτικός φορέας) και σε πολιτικό, η συνεκτική ένταξη σε ευρύτερες κρατικές δομές ομοσπονδιακού χαρακτήρα, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Αλλά για να πάμε προς τα εκεί χρειάζεται η αποδοχή της Γερμανίας. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω στο προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Η Γερμανική Ιδεολογία και εμείς», τέτοια αποδοχή δεν πρόκειται να υπάρξει, τουλάχιστον στον ορατό ορίζοντα.
Γι’ αυτό προσδεθείτε για την προσγείωση.