Η σύμπραξη Τουρκίας και Αδελφών Μουσουλμάνων διαθέτει ισχυρά θεμέλια και εξελίσσεται όσο οι γεωστρατηγικές ευκαιρίες πολλαπλασιάζονται στο μυαλό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Σύμπραξη τόσο στενή, που κάποιος αδυνατεί να πιάσει το νήμα όσον αφορά ποιος ηγείται και πού ξεκινά η δράση του ενός και πού τελειώνει η δράση του άλλου.
Η εν λόγω σχέση έχει παραγάγει μια συγκεκριμένη στρατηγική εικόνα για την Τουρκία του Ερντογάν, ήτοι ένα «προφίλ» κράτους το οποίο επιθυμεί να έχει ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο, όχι τόσο επειδή η ελίτ του εμφορείται από μεταφυσικές ανησυχίες αλλά διότι διαγιγνώσκει αυτή την επιλογή ως την πλέον ενδεδειγμένη για ανέλιξη στην περιφερειακή και στην πλανητική κατανομή ισχύος. Με άλλα λόγια, το Ισλάμ ορίζεται ως μέσο και όχι ως σκοπός.
Αν το κατανοήσουμε αυτό, θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε γιατί η συνεργασία με τη Ρωσία δεν είναι πρόβλημα, αλλά η διατάραξη των σχέσεων με το Ισραήλ ήταν προαπαιτούμενο. Ο αντισημιτισμός και η εναντίωση στο κράτος του Ισραήλ αποτελεί κοινό τόπο στον μουσουλμανικό κόσμο, κυρίως σε επίπεδο κοινωνιών. Αυτές ενδιαφέρουν τον Ερντογάν πρωτίστως ως καταναλωτικές αγορές, καθώς η ηγεσία στον μουσουλμανικό κόσμο δεν επιζητείται μέσω εκτεταμένων εδαφικών κατακτήσεων ούτε σημαίνει κάτι τέτοιο, αλλά επιδιώκεται διαμέσου της οικονομικής και κατ’ επέκταση πολιτικής πρωτοκαθεδρίας. Άλλωστε, ο Νταβούτογλου το είχε προβλέψει και επισημάνει: Η Τουρκία επιβάλλεται να αποκτήσει «ηγετικό ρόλο στις εργασίες περιφερειακής ασφάλειας και συνεργασίας [προχωρώντας στην] ενίσχυση αλληλεξάρτησης σε τομείς στους οποίους αισθάνεται τον εαυτό της ισχυρότερο, όπως στην οικονομία και στον πολιτισμό».
Κατ’ επέκταση η οικονομική και πολιτισμική ηγεμόνευση συνεπιφέρει τη στρατηγική ηγεμόνευση, αλλά και το πλεονέκτημα συνδιαλλαγής με τις Δυτικές δυνάμεις ως εκπρόσωπος εκατοντάδων εκατομμυρίων μουσουλμάνων.
Συνδέεται με μια ευδιάκριτη realpolitik, της οποίας τα θεμέλια βρίσκονται βαθιά στις οθωμανικές καταβολές της σύγχρονης Τουρκίας. Υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα η Τουρκία να απεμπολήσει αυτή την πλεύση προς την ισχυροποίηση, όταν μάλιστα έχει επενδύσει τόσα πολλά στο όλο εγχείρημα, χάριν μιας επαναπροσέγγισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση στρατηγικά απονευρωμένων κρατών-μελών, με γερασμένες κοινωνίες και ηγέτες με όραμα τετραετίας; Ρητορική ερώτηση…
Εξάλλου, τι εννοούμε λέγοντας «Ευρωπαϊκή Ένωση»; Εκείνη της Γερμανίας, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για τα πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη, ή της Γαλλίας της εκτεταμένης στρατηγικής εποπτείας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή και στην Αφρική; Της Ελλάδας και της Κύπρου, που βρίσκονται υπό νεοοθωμανική μέγγενη και απειλούνται, ή της Βουλγαρίας της άρρηκτης στρατηγικής συνεργασίας με την Τουρκία; Της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι οποίες φοβούνται για τα «οικονομικά ανοίγματά» τους στην Τουρκία, ή της Αυστρίας, η οποία διαβλέπει τον πραγματικό κίνδυνο από την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού;
Με ποδοσφαιρικούς όρους, ο Ερντογάν «παίζει καθυστερήσεις» με μια «ομάδα που κερδίζει» και άρα «δεν αλλάζει», έναντι μιας ομάδας που εντέλει δεν είναι ομάδα.
Ας μην αυταπατόμαστε: Η επαναπροσέγγιση της ΕΕ από την Τουρκία δεν είναι ειλικρινής και σίγουρα δεν γίνεται με τους όρους τους οποίους θα επιθυμούσαν κάποια τουλάχιστον κράτη-μέλη. Πραγματοποιείται επί σκοπώ αποτροπής επιβολής κυρώσεων και χαλάρωσης της αντι-αναθεωρητικής ρητορικής στην Ευρώπη.
Το ζήτημα είναι έως πότε θα ακολουθεί αυτή την τακτική ο Ερντογάν. Αν υποτιμηθεί ως ένας ακόμη πολιτικός ο οποίος ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το πολιτικό μέλλον του, και δεν αναλυθεί ως γέννημα ενός νεοοθωμανικού αφηγήματος που έχει πλέον σταθερές θεσμοποιημένες βάσεις, τότε αυτή η πολιτική θα εξακολουθήσει να εκτυλίσσεται έως τη μέγιστη δυνατή ισχυροποίηση. Αν λάβει χώρα μια ορθολογική εκτίμηση της τουρκικής απειλής και αντιμετωπιστεί υπό μακροσκοπικούς στρατηγικούς όρους, ενδεχόμενο εξόχως απίθανο, τότε θα προκύψουν σύντομα εξελίξεις.
Ο χρόνος προσφέρεται αφειδώς στον Ερντογάν έως τους επιμέρους μεσοπρόθεσμους –πλέον– στρατηγικούς στόχους: επιχειρησιακά τετελεσμένα σε μείζονος σημασίας γεωγραφικές ζώνες (Λιβύη, Συρία, Ιράκ, Καύκασος) προς όφελος είτε του ιδίου είτε στρατηγικών συμμάχων του με το βλέμμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επί παντός, απόκτηση συντελεστών ισχύος (δυνατότητες προβολής ισχύος μακράν του μητροπολιτικού χώρου) και πυρηνικοποίηση.
Ως προς το τελευταίο σημείο, και πάλι ας μην αυταπατόμαστε:
Η κατοχή τεχνογνωσίας και τεχνολογίας για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς, όταν συνδυάζεται με πολιτική βούληση, αναγκαίους οικονομικούς πόρους και σε πρώτη φάση τη στρατηγική συνεργασία μιας μεγάλης δύναμης όπως η Ρωσία, σημαίνει ένα βήμα εγγύτερα στο πυρηνικό όπλο. Στρατηγικοί αναλυτές έχουν επισημάνει ότι, εφόσον ισχύουν τα προαναφερθέντα (τεχνογνωσία, τεχνολογία, οικονομία, βούληση και κατάλληλες διεθνείς συμπράξεις), η κατασκευή πυρηνικού όπλου συνιστά πλέον ζήτημα 4-6 εβδομάδων για ένα κράτος.
Αν οι τακτικές κινήσεις της Τουρκίας καταλήξουν οψέποτε σε τέτοιων προεκτάσεων παγιωμένες καταστάσεις, τότε ο νεοοθωμανικός ηγεμονισμός θα έχει φθάσει σε ένα σημαντικό «μαξιλάρι ασφαλείας» και οι ενδεχόμενες εκπτώσεις του δε θα πέφτουν χαμηλότερα από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Έτσι, οι τουρκικές μαξιμαλιστικές αξιώσεις θα έχουν πολλές περισσότερες πιθανότητες πραγμάτωσης.
Αυτή η πορεία έχει ήδη χαραχθεί, και ας το πιστέψουμε ει δυνατόν συντομότερα. Άλλωστε, ομοίως απίστευτο θα μας ακουγόταν πριν από 10-15 χρόνια, αν κάποιος μας έλεγε ότι η Τουρκία θα «συζητούσε» επί ίσοις όροις με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία για το μέλλον της Λιβύης, θα αξίωνε για την Πελοπόννησο να θεωρηθεί «νησί»(!) και να λάβει μηδενική επήρεια σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, ή θα εξόπλιζε με μη επανδρωμένα αεροσκάφη δικής της κατασκευής το Αζερμπαϊτζάν προκειμένου αυτό να ανατρέψει την ισορροπία ισχύος στον Καύκασο –και– για λογαριασμό της.