Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η δημιουργία ενός σημαντικού κενού ισχύος (και) στον Καύκασο δημιούργησε μεγάλο κύμα ενθουσιασμού στις τουρκικές ελίτ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η αισιοδοξία πήγαζε από την έκλειψη της σοβιετικής απειλής και τη δημιουργία ενός «νέου κόσμου» νεότευκτων κρατών, τα οποία θα προσέβλεπαν στην Τουρκία για καθοδήγηση και προσέλκυση κεφαλαίων.
Η ενεργός εμπλοκή της Τουρκίας σύντομα εξισορροπήθηκε, καθώς αποδείχθηκε ότι δεν διέθετε τους οικονομικούς πόρους που είχε υποσχεθεί να διοχετεύσει στα εν λόγω κράτη, πραγματοποιούσε «άτσαλους» διπλωματικούς ελιγμούς κινητοποιώντας αντιηγεμονικά ανακλαστικά, απέτυχε να προσεταιριστεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αλλά το κυριότερο: μετά το 1994, ήρθε αντιμέτωπη με την άρθρωση μιας σαφούς εξισορροπητικής στρατηγικής εκ μέρους της Ρωσίας, η οποία απέτρεψε κάθε προοπτική τουρκικής διείσδυσης.
Η Ρωσική Ομοσπονδία υιοθέτησε το δόγμα του «εγγύς εξωτερικού», ενώ η διακριτή αποδιδόμενη σημασία στην περιοχή αποτυπώνεται στο έγγραφο με τίτλο «Προτάσεις» της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της ρωσικής Δούμας, το οποίο μάλιστα επιδόθηκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Στο έγγραφο αναφέρεται σαφώς: «Η Ρωσική Ομοσπονδία, η οποία είναι διεθνώς θεωρούμενη ως ο νόμιμος διάδοχος της ΕΣΣΔ, οφείλει να κυβερνάται μέσω ενός δόγματος (όπως το αμερικανικό δόγμα Μονρόε αναφορικά με τη Λατινική Αμερική) το οποίο θα προβλέπει την προστασία των ζωτικών συμφερόντων της στο σύνολο της γεωγραφικής και πολιτικής επικράτειας της πρώην ΕΣΣΔ. Η Ρωσία οφείλει, επίσης, να επιτύχει την αναγνώριση των συμφερόντων της από τη διεθνή κοινότητα».
Μέσω του δόγματος του «εγγύς εξωτερικού», η Ρωσία διατράνωσε ότι έχει τη βούληση και τις δυνατότητες να υπερασπίζεται στο εξής τα συμφέροντά της στον πρώην σοβιετικό χώρο, συμπεριλαμβανομένου προφανώς του Καυκάσου.
Κατόπιν τούτου, η Τουρκία περιέστειλε τις αρχικές φιλοδοξίες της και περιήλθε σε μια εσωστρέφεια έως την «επιστροφή» της διά της ήπιας –πλέον– ισχύος και της έμμεσης εμπλοκής, έτσι ώστε να μην προκαλείται ο ρωσικός παράγοντας.
Η Τουρκία θεωρεί τον Καύκασο –όπως και το Αιγαίο, τη Θράκη, την Κύπρο, τη Λιβύη, τη Συρία ή και το Ιράκ– το δικό της «εγγύς εξωτερικό» με ένα ανοιχτό ερώτημα: αν αποδεχθούμε ότι έχει τη βούληση και τη θέληση να αποκτήσει τη στρατηγική πρωτοκαθεδρία στις εν λόγω γεωγραφικές ζώνες, αυτό σημαίνει ότι έχει και τις δυνατότητες; Η Ρωσία διέθετε προφανώς τεράστιες στρατιωτικές δυνατότητες, ενώ διακήρυξε ότι προστατεύει τα συμφέροντά της στον πρώην σοβιετικό χώρο διά της «πυρηνικής ομπρέλας», δηλαδή ήταν έτοιμη ακόμη και για πυρηνικό πόλεμο αν αμφισβητείτο η θέση της στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία.
Η Άγκυρα, όμως; Έχει τις δυνατότητες να ασκήσει μια αποτελεσματική στρατηγική εδραίωσης της θέσης της; Προφανώς η Τουρκία δεν είναι κάποια μεγάλη δύναμη σε παρακμή, η οποία συντηρεί ακόμη ευμεγέθη στρατεύματα, αλλά είναι μια φιλοδοξούσα ανερχόμενη δύναμη. Συνεπώς, η όποια διακήρυξή της πρέπει να συνοδεύεται από ισχυρές ενδείξεις κύρους και αξιοπιστίας. Αν επιθυμεί να μιλά για δικό της «εγγύς εξωτερικό», αυτό θα πρέπει να το επαληθεύει σε κάθε ευκαιρία και εδώ έρχονται οι ευθύνες των επισπευδουσών και αμέσως θιγόμενων γειτονικών της δυνάμεων.
Όπως είδαμε στην πρόσφατη περίπτωση της σύρραξης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και στη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, η ρωσική στρατηγική κινήθηκε συντεταγμένα προς την κατεύθυνση της τήρησης του δόγματος του «εγγύς εξωτερικού». Μεσολάβησε για την επίτευξη της συμφωνίας και εξασφάλισε την παρουσία αποκλειστικά ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων ελέγχου της διαδικασίας αφοπλισμού, ενώ παράλληλα κατάφερε να κρατήσει εκτός του παιγνίου την Τουρκία, παρά τα «όνειρα» του Τσαβούσογλου περί ενεργού εμπλοκής της Άγκυρας στη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας στον Καύκασο.
Η σημασία της ρωσικής επιτυχίας έγκειται και στις ήττες που κατέγραψαν οι Αρμένιοι επί του θεάτρου των επιχειρήσεων.
Η Ρωσία δεν ενεπλάκη στρατιωτικά προς αποφυγή ενός πλήγματος στη στρατηγική εικόνα της, μιας περαιτέρω κλιμάκωσης του ανταγωνισμού της με την Τουρκία ο οποίος ήδη συντελείται στη Συρία, αλλά και διότι διείδε ότι μια συμφωνία ήταν εφικτή δίχως μια δραματική αλλαγή στους συσχετισμούς ισχύος. Οι Αρμένιοι δεν εκμηδενίστηκαν στρατηγικά, οι Ρώσοι δεν απώλεσαν τον κατ’ αποκλειστικότητα ρυθμιστικό ρόλο τους, και κατά δήλωση του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ: «Η κοινή δήλωση Ρωσίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν δεν αναφέρει ούτε μία λέξη σε αυτό, τα τρία μέρη δεν έχουν συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, η παραμονή Τούρκων στρατιωτών στο Καραμπάχ δεν συμφωνήθηκε».
Κατά συνέπεια, εκτός του συμπεράσματος ότι οι διακηρύξεις περί «εγγύς εξωτερικού» πρέπει πάντοτε να συνοδεύονται με την κατοχή των αναγκαίων δυνατοτήτων και την ορθή ανάγνωση της κατανομής ισχύος ή των δυναμικών ανακατανομής της, συνάγεται επίσης ότι μια πραγματικά μεγάλη δύναμη, όπως εν προκειμένω η Ρωσία, διαθέτει υψηλή στρατηγική και άρα ορίζει σκοπούς και μέσα σε βάθος δεκαετιών. Δεν απαντά νευρωτικά σε κάθε πρόκληση επί του πεδίου, αλλά τοποθετεί επί παραδείγματι το ζήτημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ στο χάρτη της ευρύτερης περιφέρειας, αναλογιζόμενη αν και πότε προκύπτει η κατάλληλη συγκυρία κλιμάκωσης με τον μείζονα αντίπαλο, ήτοι την Τουρκία, ή για πόσο χρονικό διάστημα ακόμη θα συνεχιστεί η κατατριβή διαμέσου αντιπροσώπων πρωτίστως στη Συρία και στη Λιβύη.