Οι απανταχού Έλληνες του Πόντου γνωρίζουν καλά τον Γιάννη Τσανασίδη, κυρίως για την άρτια ακαδημαϊκή κατάρτισή του πάνω σε θέματα που αφορούν την ποντιακή λύρα αλλά και για το πάθος του να μεταδώσει τις γνώσεις του στους νέους. Σήμερα εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής ποντιακής λύρας στο Μουσικό Σχολείο Δράμας, και ως ακαδημαϊκός υπότροφος στην ειδίκευση της ποντιακής λύρας στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Αν και νέος σε ηλικία, μετρά ήδη αρκετές δισκογραφικές δουλειές, οι οποίες έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα.
Γεννήθηκε το 1990 στη Ράχη της Βέροιας, από γονείς αμιγώς ποντιακής καταγωγής, και ξεκίνησε να παίζει ποντιακή λύρα σε ηλικία 9 ετών. «Η σχέση μου με την ποντιακή παράδοση είναι βιωματική. Αρχίζει από την παιδική μου ηλικία και αποτελεί ανέκαθεν στοιχείο της καθημερινότητάς μου. Η ποντιακή μουσική, η γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα καθόρισαν την ποντιακή μου συνείδηση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού μου χαρακτήρα. Τον σημαντικότερο ρόλο για τη διάπλαση της μουσικής μου φύσης έπαιξαν τα μουχαπέτια» αναφέρει στο pontosnews.gr o Γιάννης Τσανασίδης.
Δισκογραφικές δουλειές
Το 2015 κυκλοφόρησε το Μεκατίρι μ’, με 14 κομμάτια εκ των οποίων τα 10 ήταν δικές του μουσικές συνθέσεις. Το 2017, στο πλαίσιο της πτυχιακής του εργασίας στο τμήμα Μουσική Επιστήμης και Τέχνης του ΠΑΜΑΚ, κυκλοφόρησε το Εγώ έμ’ π’ ετραγώδεσα.
Το 2019, με αφορμή το ρεσιτάλ του μεταπτυχιακού του διπλώματος «Λυράρηδες του Πόντου γεννημένοι πριν το 1920», παρουσιάζεται το CD Τοξαρέας αμάραντα, το οποίο επιμελήθηκε ο Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών και Σπουδαστών Θεσσαλονίκης. «Πρόκειται για επανεκτελέσεις τραγουδιών που ερμηνεύτηκαν από λυράρηδες που γεννήθηκαν στον Πόντο. Επιλέχθηκαν δώδεκα λυράρηδες και αντίστοιχα δώδεκα νέοι τραγουδιστές για να ερμηνεύσουν και πάλι τα τραγούδια αυτά στο σήμερα. Το σύνολο της έρευνας της διατριβής μου πρόκειται σύντομα να εκδοθεί από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών (Παράρτημα 41)» τονίζει ο λυράρης.
Το 2020 ασχολήθηκε με το δισκογραφικό εγχείρημα ‘Σ ση παλαιών τη στράταν, το οποίο αφορούσε την καταγραφή Πόντιων ερασιτεχνών τραγουδιστών της τρίτης προσφυγικής γενιάς κυρίως από το νομό Κοζάνης. Τώρα επιμελείται μια νέα προσωπική μουσική παραγωγή με τίτλο Κιμιγιάν, με επανεκτελέσεις παραδοσιακών σκοπών και τη συμμετοχή πολλών αξιόλογων καλλιτεχνών.
Ως δάσκαλος ποντιακής λύρας συνηθίζει να λέει στους μαθητές του: «Η πορεία και εξέλιξη ενός εν δυνάμει λυράρη είναι παρόμοια με αυτήν ενός μαθητή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσής του. Πρώτη βαθμίδα είναι η εκμάθηση τεχνικών και ρεπερτορίου από τον δάσκαλο και η ζύμωσή του στο πλαίσιο χορευτικών συγκροτημάτων, ώστε να αποκτήσει την αρμόζουσα αντίληψη και ευχέρεια που επιτάσσουν τα ρυθμικά και μελωδικά χαρακτηριστικά της ποντιακής μουσικής.
»Η δεύτερη σχετίζεται με τη μουσική πρακτική και τελετουργία που ονομάζουμε μουχαπέτ’. Στο πλαίσιο αυτής της άτυπης εκπαίδευσης ο λυράρης θα πρέπει να διαμορφώσει τον δικό του μουσικό χαρακτήρα. Στην τρίτη και τελευταία βαθμίδα ο λυράρης θα είναι σε θέση πλέον να συμβάλει με το έργο του στη διατήρηση και δημιουργική αξιοποίηση της ανεκτίμητης πολιτισμικής και μουσικής κληρονομιάς του Πόντου».
Ελένη Κάλλη