Εθάρρεσεν ο κεπαζές
οι Πόντιοι κοιμούνταν
κι άμον οψάρια ’ς σο τηγάν’
ψεμένα θα σκλαβούνταν.*
Πολλές είναι οι μαρτυρίες για τη συμμετοχή των Ποντίων στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940. Πρόσφυγες που προσπαθούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά τη Γενοκτονία και την Ανταλλαγή, πολλοί μπαρουτοκαπνισμένοι στο αντάρτικο του Πόντου, άφησαν τα σπίτια τους στη βόρεια κυρίως Ελλάδα και κατευθύνθηκαν στο μέτωπο, στα βουνά της Αλβανίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Πόντιοι του Ελληνικού Στρατού ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην Κορυτσά, ως μέλη του 65ου Συντάγματος του αντισυνταγματάρχη Βακάλη· οι έφεδροι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Γιαννιτσών. Ο διοικητής στις περιγραφές του κάνει ιδιαίτερη μνεία στην αντοχή, στο ακμαίο ηθικό και στην επιμονή των στρατιωτών του, αλλά και στο χορό που έπιαναν με την ποντιακή λύρα στους ενδιάμεσους σταθμούς της πορείας.
«Κατά τη φοβερή μάχη στο Μοράβα, οι Πόντιοι μαχητές πολέμησαν ορμητικά και ηρωικά, έπιασαν 100 αιχμαλώτους, 10 πεδινά πυροβόλα και στις 23 Νοεμβρίου μπήκαν πρώτοι στην Κορυτσά. Μέχρι τη γερμανική εισβολή οι Πόντιοι στάθηκαν σ’ όλες τις επιχειρήσεις ψύχραιμοι, ηρωικοί, γεμάτοι αυταπάρνηση, καρτερία, άδολο πατριωτισμό, σεμνοί και ηθικοί σε όλες τις εκδηλώσεις τους», ανέφερε.
Πέρα όμως από τη σχεδόν αναμενόμενη συμμετοχή των εφέδρων στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, συγκινητική ήταν και η βοήθεια που πρόσφεραν οι κάτοικοι στα ποντιοχώρια της Μακεδονίας.
Πεντάβρυσος Καστοριάς, χειμώνας. Οι Πόντιοι έδωσαν καταφύγιο στους ταλαιπωρημένους στρατιώτες πεζοπόρου τμήματος της σύνταγματος της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Και όταν χρειάστηκε να περάσουν τον φουσκωμένο από τις βροχές Αλιάκμονα για να συνεχίσουν την πορεία τους, σχημάτισαν μια αυτοσχέδια γέφυρα βάζοντας μέσα στο ποτάμι τα κάρα με τα βόδια.
Περίπου 100 εθελοντές, ηλικίας από 15 έως 45 ετών, μπήκαν μέσα στα παγωμένα νερά που παράσερναν τα πάντα ώστε με τα χέρια τους να κρατήσουν τα ζώα στις θέσεις τους και τα κάρα ενωμένα. Όσο οι στρατιώτες περνούσαν από την 153 μέτρων γέφυρα, οι κάτοικοι του Πεντάβρυσου, τις πρώτες πρωινές ώρες για να μην τους εντοπίσουν τα ιταλικά βομβαρδιστικά, αψήφησαν τον Αλιάκμονα έχοντας τα κορμιά τους αλειμμένα με χοιρινό λίπος για να αντέξουν το κρύο.
«Γι’ αυτόν τον ηρωικό λαό πάμε λοιπόν αδέρφια να πολεμήσουμε και να υπερασπιστούμε αυτούς και την πατρίδα μας», φέρεται να είπε ο διοικητής του πεζοπόρου συντάγματος.
Για το πώς οι πρόσφυγες υποδέχονταν τον ελληνικό στρατό χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του καθηγητή Δημήτρη Λουκάτου. Επιστρέφοντας από το μέτωπο στην Αγραπιδιά Φλώρινας είδε Πόντιες με ψωμιά στις ποδιές και άλλα φαγώσιμα.
Αργότερα έγραψε: «Γνωρίσαμε χαρακτήρες καλούς και κακούς, ξεχωρίσαμε χωριά φιλόξενα και πρόθυμα μέσα στ’ άλλα άπονα και άψυχα. Ο δρόμος μας αλλού ήταν χαρά και αλλού παράπονο! Άλλοι μας δρόσισαν με νερό, άλλοι ζήτησαν για ένα κομμάτι ψωμί να πάρουν τα άρβυλα και τις κουβέρτες από πάνω μας! Μα οι πρόσφυγες, όπου τους συναντήσαμε, μας κοίταξαν με στοργή… Κατέβηκαν στους δρόμους και άνοιξαν διάπλατα την αγκαλιά τους και μας είπαν: ”Παιδιά μας, ελάτε στα σπίτια μας. Ελάτε να φάτε ό,τι έχουμε και ξεκουραστείτε. Ελάτε να σας πλύνουμε τα πόδια και να σας ξεψειρίσουμε. Μην ντρέπεστε. Ο πόνος σας είναι δικός μας πόνος”.
»Πρόσφυγες (για τους Έλληνες πρόσφυγες του 1922)! Πόσες φορές το σκέφτηκα με τύψεις πως δεν τους φερθήκαμε όπως έπρεπε οι άλλοι Έλληνες. Τους κάναμε συχνά να ντρέπονται να πουν πως είναι πρόσφυγες. Τους είπαμε Τουρκόσπορους και τους κοιτάξαμε με μίσος όταν δεν ψήφισαν το κόμμα μας. Δεν τους δεχτήκαμε με στοργή. Κι όμως, ο ερχομός τους στην Ελλάδα στάθηκε σταθμός στην ιστορία της καινούργιας μας ζωής. Μαζί με τις συνήθειές τους, τις γνώσεις τους, τις λαϊκές τους τέχνες έφεραν στην Ελλάδα την πλατύτερη σκέψη τους, την απέραντη ανατολίτικη ψυχή τους, τις φιλόξενες καρδιές τους όλο καλοσύνη και ανθρωπιά».