Η πληροφορία ότι ελληνικά ινστιτούτα, ερευνητικά κέντρα και πάσης φύσεως ιδρύματα χρηματοδοτούνται από αλλοδαπούς αντίστοιχους φορείς, απόλυτα συνδεδεμένους με τα κρατικά συμφέροντα των χωρών τους, άλλους εξέπληξε και συντάραξε, ενώ άλλοι προτίμησαν να τη χλευάσουν και να μιλήσουν για «συνωμοσιολογία».
Όπως με τα περισσότερα πράγματα, η αλήθεια βρίσκεται «κάπου στη μέση» και δεν δικαιολογεί τον αιφνιδιασμό ιδίως των γνωριζόντων αλλά ούτε και τη –μάλλον ύποπτη– χλεύη.
Οι κρατικοί δρώντες είναι ορθολογικοί. Αυτό σημαίνει ότι απώτερος σκοπός τους είναι να μεγιστοποιούν τα οφέλη τους με το ελάχιστο δυνατό ειλημμένο κόστος. Αν δηλαδή η Τουρκία μπορούσε να ελέγξει πλήρως την Κύπρο και να αποκτήσει δικαιώματα συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο χωρίς να ρίξει ούτε μια σφαίρα, ας είμαστε βέβαιοι ότι θα το προτιμούσε (όπως και το προτιμά).
Ο πόλεμος ή η απειλή χρήσης βίας συνιστούν μέσα υλοποίησης πολιτικών σκοπών, αλλά είναι τα ύστατα, μιας και σημαίνουν απώλεια ανθρώπινων ζωών, υλικό κόστος και –ορισμένες φορές– πλήγμα στο κύρος και στην αξιοπιστία. Συνεπώς, ευκταίο για οποιοδήποτε κράτος είναι να επιτυγχάνει τους σκοπούς του με τις μικρότερες δυνατές θυσίες. Αν και διαφορετικών καταβολών και προθέσεων, ο Joseph Nye έχει παραθέσει μια σχετική περιγραφή για την ήπια ισχύ:
«Η σκληρή και η ήπια ισχύς είναι συγγενείς μεταξύ τους, επειδή αποτελούν και οι δύο στοιχεία της ικανότητας να επιτύχει κάποιος το σκοπό του επηρεάζοντας τη συμπεριφορά άλλων. Η διαφορά τους έγκειται στο χαρακτήρα της συμπεριφοράς και στη δυνατότητα προσδιορισμού των μέσων. Η εξουσιαστική ισχύς –η ικανότητα να αλλάξεις αυτό που κάνουν οι άλλοι– εντοπίζεται στον εξαναγκασμό ή την παρακίνηση. Η επιλεκτική ισχύς –η ικανότητα να διαμορφώσεις αυτό που θέλουν οι άλλοι– μπορεί να εντοπιστεί στη θελκτικότητα της κουλτούρας και των αξιών κάποιου ή στην ικανότητά του να διαχειριστεί τις υπάρχουσες πολιτικές επιλογές με τρόπο ο οποίος δεν επιτρέπει στους άλλους να εκφράσουν κάποιες προτιμήσεις επειδή δείχνουν να είναι εξωπραγματικοί».
Υπό το φάσμα της ανάπτυξης της τεχνολογίας, στη σύγχρονη διεθνή πολιτική παρατηρούνται διάφορες πρακτικές ελαχιστοποίησης του κόστους διά της αύξησης της επιρροής, ενώ και οι χρηματοδοτήσεις έχουν αποκτήσει τεράστια απήχηση σε επιστημονικές κοινότητες μικρών κρατών, δίχως τους αυτονόητους θεσμούς αναχαίτισης παρεκκλίσεων από το ορθολογικό κριτήριο. Δεν πρόκειται για κάτι το άγνωστο, που δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο ή δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία. Επίσης, δεν είναι κάποιου είδους συνωμοσία σκοτεινών κύκλων, που απεργάζονται σχέδια με στόχους μεταφυσικών προεκτάσεων.
Αντιθέτως, πρόκειται για ανθρώπους «που ξέρουν τι κάνουν», «γιατί το κάνουν», και βολεύονται εξόχως όταν η κριτική εναντίον τους κατατείνει προς τη γραφικότητα.
Κατά συνέπεια, ενόσω είναι κάτι το αναμενόμενο και φυσικό εντός του ανταγωνιστικού διακρατικού συστήματος, το πρόβλημα δεν είναι ότι το τάδε ίδρυμα μιας μεγάλης δύναμης διοχετεύει χρήματα προς ένα εγχώριο ίδρυμα κατευθύνοντας ουσιαστικά τα πορίσματα των μελετών και τις προτάσεις πολιτικής του. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν το κράτος δεν έχει συστήσει τους απαραίτητους θεσμούς λήψης των αποφάσεων, οι οποίοι να είναι αποστειρωμένοι και να λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα την υλοποίηση του (ελληνικού) εθνικού συμφέροντος. Το πρόβλημα έγκειται στην ελληνική πολιτική τάξη και όχι στους επιτήδειους που προσπαθούν να παρεισφρήσουν, μιας και αυτοί «κάνουν απλώς τη δουλειά τους».
Το πρόβλημα είναι στην ιδιωτεία κυριαρχούσα στους κόλπους μιας «πνευματικής ελίτ», τα μέλη της οποίας ως μόνο σκοπό έχουν την προσωπική τους ανέλιξη. Όταν η ανέλιξη ταυτίζεται με τη διεύρυνση των (προσωπικών ή των συζύγων τους) περιουσιών, τότε η απουσία ελληνικής αστικής τάξης και το μεταπρατικό κεφάλαιο τους ωθεί ευθύς αμέσως σε προσωπικές στρατηγικές με ακριβώς αυτόν τον πρώτιστο σκοπό. Όταν η ανέλιξη σχετίζεται με την πολιτική καριέρα, τότε αργά ή γρήγορα και πάλι οδηγούνται στην επίκληση των εγχώριων διαχειριστών του εν λόγω μεταπρατικού κεφαλαίου, μιας και ζούμε στην εποχή του φαίνεσθαι, της κατά το δοκούν «δολοφονίας» ή «υπερ-εξύψωσης» χαρακτήρα και αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των κύριων διαύλων διάχυσης της πληροφορίας και της «ενημέρωσης».
Ως εκ τούτου, η ανοδική πορεία του καθενός έχει ταυτιστεί με την εξυπηρέτηση ιδιοτελειών, μιας και ούτε το κράτος έχει τις δικλίδες και τους θεσμούς διασύνδεσης των προσωπικών φιλοδοξιών με τα οριζόμενα συμφέροντα για το κοινό καλό, ούτε και ο ίδιος έχει τις αναγκαίες ηθικές αντιστάσεις, καθόσον έχει επιλεγεί να φθάσει έως ένα κάποιο συγκεκριμένο επίπεδο ακριβώς επειδή δεν τις διαθέτει. Εξαιρέσεις προφανώς υπάρχουν, αλλά αυτές ολοένα και λιγοστεύουν, ενόσω η Ελλάδα δείχνει να χάνει στον αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό της πρόσκτησης και επίκλησης μέσων ήπιας ισχύος και της αντίστοιχης θωράκισης των δομών της από τις «επιθέσεις» αντίστοιχων ξένων φορέων.