Οι διαμορφούμενοι συσχετισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ, επ’ αφορμή της κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας και των ζυμώσεων για τον τρόπο της ευρωπαϊκής (μη) αντίδρασης ουδόλως τυχαία έχουν ανακύψει. Πέραν των αναλύσεων για τους οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς κάποιων κρατών-μελών με την Τουρκία, οφείλεται να μην υποτιμάται η στρατηγική απονεύρωση μείζονων κρατικών δρώντων όπως η Γερμανία, η Ιταλία ή η Ισπανία.
Μάλιστα, οι εν λόγω χώρες έχουν συνάψει σειρά συμφωνιών πώλησης οπλικών συστημάτων με την Άγκυρα και έχουν διευρύνει το πεδίο των οικονομικών σχέσεών τους με αυτήν εντός αυτού του πλαισίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο όχι προφανείς εξαγωγείς όπλων, ήτοι η Ρώμη και η Μαδρίτη, κατείχαν το 43% της μερίδας των τουρκικών τέτοιου είδους εισαγωγών κατά την τετραετία 2015-2019, ενώ η Γερμανία επέμεινε στην εξαγωγή τεθωρακισμένων παρά τη χρήση τους από την Τουρκία εναντίον αμάχων στη Συρία, και παραμένει πιστή στην υλοποίηση του προγράμματος για τη ναυπήγηση των υποβρυχίων 214. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η πρόσκτηση του εν λόγω όπλου από την Άγκυρα θα ακυρώσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα της Ελλάδας όσον αφορά τη ναυτική ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί οι αντίστοιχες παρελθούσες συνδιαλλαγές Γαλλίας-Τουρκίας και το εμπορικό ισοζύγιο των 20 δισ. ευρώ δεν στάθηκε ικανό να κάνει τον Εμανουέλ Μακρόν να σιωπήσει, όπως σιωπούν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι ηγέτες εξαιρουμένου του Αυστριακού καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς;
Η Γαλλία ασκεί έναν διευρυμένο εποπτικό ρόλο στο Μαγκρέμπ, στην Κεντρική Αφρική, στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Η αποσταθεροποιητικών προεκτάσεων βίαιη είσοδος της Τουρκίας στις εν λόγω γεωγραφικές ζώνες, με την επίκληση ακραίων ισλαμιστικών δικτύων, έχει σίγουρα προκαλέσει μείζονες αναταράξεις στη γαλλική στρατηγική, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη στην περίπτωση της υπονόμευσης των ιταλικών, επί παραδείγματι, θέσεων στη Λιβύη.
Εν ολίγοις, το Παρίσι διαθέτει στρατηγική κουλτούρα Μεγάλης Δύναμης με συντελεστές υπερπόντιας προβολής ισχύος, και βούληση υπεράσπισης των κεκτημένων έναντι της μείζονος απειλής, η οποία δεν συνάδει με τις επιμέρους τουρκικές διεκδικήσεις στο Καστελόριζο ή τη μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, αλλά με την απόπειρα στρατηγικής ποδηγέτησης ολόκληρης της ευρύτερης Μέσης Ανατολής από την Τουρκία. Αυτήν τη μεγάλη εικόνα αδυνατούν να «διαβάσουν» η Γερμανία και οι υπόλοιπες αδρανοποιημένες χώρες της ΕΕ, στο πλαίσιο μιας βραχυπρόθεσμης οικονομοκεντρικής οπτικής, μεταθέτοντας τις ευθύνες τους εις το διηνεκές.
Καθήκον ημών –των επισπευδόντων– είναι να βοηθήσουμε στην εκ μέρους τους κατανόηση των πραγματικών διακυβευμάτων, τα οποία είναι στρατηγικού χαρακτήρα και άρα μακρόπνοα. Όμως αυτό προϋποθέτει να καταστήσουμε επιτακτικό το διακύβευμα, αναλαμβάνοντας το ανάλογο κόστος και αποβάλλοντας φοβικά σύνδρομα. Να βγούμε μπροστά ευθυγραμμίζοντας τη στάση μας με τη Γαλλία πιο δυναμικά, αντιλαμβανόμενοι πρώτα εμείς οι ίδιοι το πρόβλημα στις πραγματικές διαστάσεις του και αποσαφηνίζοντας προς όλες τις πλευρές ότι η (στρατηγική) λογική πρέπει να επανέλθει.