Κλίμα τρομοκρατίας είχαν δημιουργήσει οι Ιταλοί σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, αφού βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή από το 1912. Γνώριζαν ότι οι Δωδεκανήσιοι δεν θα έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια σε περίπτωση πολέμου, και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν την κατάσταση αφού ήδη το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ.
Το αποκορύφωμα της συμπεριφοράς αυτής ήταν η σύλληψη περίπου τριακοσίων Δωδεκανησίων με ελληνική υπηκοότητα, οι οποίοι έμειναν κρατούμενοι σε άθλιες συνθήκες για αρκετούς μήνες.
Συγκεκριμένα, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με εντολή του διοικητή των «ιταλικών νήσων του Αιγαίου» Cesare Maria De Vecchi, όσοι Δωδεκανήσιοι είχαν ελληνική υπηκοότητα συνελήφθησαν από καραμπινιέρους και οδηγήθηκαν στο χώρο της τάφρου της παλιάς πόλης της Ρόδου. Ελληνική υπηκοότητα δεν είχαν οι Δωδεκανήσιοι (αφού βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή), παρά μόνο όσοι είχαν έρθει αργότερα από την ελεύθερη Ελλάδα και είτε είχαν εγκατασταθεί μόνιμα είτε μετακινούνταν συχνά μεταξύ Ελλάδας και Δωδεκανήσων για εμπορικούς λόγους.
Μέσα σε λίγες μέρες, περισσότεροι από τριακόσιοι άντρες ηλικίας από 18 έως 60 ετών, από διάφορα νησιά, βρέθηκαν κρατούμενοι στο στρατόπεδο που έμεινε γνωστό με το όνομα «Κοντσεντραμέντο» (Concentramento), αιχμάλωτοι ενός πολέμου του οποίου το θέατρο των επιχειρήσεων βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά, στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Οι κρατούμενοι διέμεναν σε πρόχειρες σκηνές μέσα στην τάφρο και ζούσαν μέσα στην υγρασία και τις λάσπες, υπό άθλιες συνθήκες. Πολλά αντίσκηνα παρασύρθηκαν από πλημμύρες. Οι περισσότεροι αρρώστησαν με πνευμονία και φυματίωση, ενώ κινδύνευαν από τους σκορπιούς και τα φίδια που ήταν άφθονα στον χώρο. Από τρόφιμα, τους παρείχαν μόνο ελάχιστα και συγκεκριμένα μία γαβάθα σούπα και τις Κυριακές, ένα μικρό κομμάτι κρέας και ένα ψωμάκι. Μετά από πολλές διαμαρτυρίες των κρατούμενων ότι λιμοκτονούσαν, επετράπη στους συγγενείς να τους φέρνουν φαγητό, το οποίο συνήθως μοιράζονταν με τους άπορους συγκρατουμένους τους. Η είσοδός των επισκεπτών γινόταν ύστερα από αυστηρό έλεγχο και οι συναντήσεις με τις οικογένειες διαρκούσαν μόλις λίγα λεπτά.
Η αλληλογραφία επιτρεπόταν, αλλά περνούσε από λογοκρισία και έπρεπε να είναι γραμμένη στα ιταλικά.
Τον Ιανουάριο του 1941, μετά από πολλές προσπάθειες και αφού οι Ιταλοί διαπίστωσαν πόσο κακές ήταν οι συνθήκες διαβίωσης, μετέφεραν το στρατόπεδο στην τοποθεσία «Καβαλλίνι», πίσω από το σημερινό δημοτικό μέγαρο, όπου τότε στεγάζονταν στάβλοι. Η κράτηση έληξε τον Απρίλιο του 1941, λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση που υπέγραψε ο στρατηγός Τσολάκογλου με τους Γερμανούς. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι του Κοντσεντραμέντο επέστρεψαν στις οικογένειές τους εξασθενημένοι και άρρωστοι. Θα έπρεπε να περιμένουν ακόμα έξι χρόνια υπό την κατοχή Ιταλών, Γερμανών και Βρετανών, μέχρι να ζήσουν ελεύθεροι στα ελληνικά Δωδεκάνησα.
Η ιστορία τους θα «ζωντανέψει» φέτος μέσα από αφηγήσεις των απογόνων τους με την ταινία Το Κοντσεντραμέντο της Ρόδου. Κρυφομιλώντας με τη λευτεριά από την κινηματογραφική ομάδα «Ciné Chevalier», του Κοινωφελούς Ιδρύματος Υποτροφιών Ρόδου Εμμανουήλ και Μαίρης Σταματίου που θα προβληθεί για πρώτη φορά σήμερα στο Δημοτικό Θέατρο Ρόδου.
Την ίδια ώρα πάντως που γίνονταν οι συλλήψεις στα Δωδεκάνησα, ομάδες Δωδεκανησίων κάθε ηλικίας, απ’ τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, αλλά κι από άλλα κέντρα της Αττικής, συγκεντρώνονταν με τα δωδεκανησιακά λάβαρα στο κέντρο της πρωτεύουσας και κατέκλυζαν τα γραφεία των δωδεκανησιακών συλλόγων για να τους πιέσουν να ενεργήσουν προς τα υπουργεία, ώστε να μπορέσουν να καταταγούν στον Εθνικό Στρατό. Ένα ήταν το αίτημα: «Να πολεμήσουν κι οι Δωδεκανήσιοι».
Αποτέλεσμα των πιέσεων αυτών ήταν η ίδρυση του Συντάγματος Δωδεκανησίων Εθελοντών, στο οποίο κατετάγησαν εκατοντάδες από όλα τα νησιά.
Σε δεύτερη φάση, μετά την κατάρρευση του Μετώπου εκατοντάδες Δωδεκανήσιοι έφυγαν κρυφά με βάρκες από τα νησιά με πρωτοφανείς κινδύνους, και μέσω Τουρκίας και Παλαιστίνης κατάφεραν να βρεθούν στην Αίγυπτο και να στελεχώσουν τον ελληνικό στρατό.
- Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Λ. Μαστής.