κη΄. »Σπεύσε Προφήτη, γρήγορα στον Αχαάβ να τρέξεις· και πρόφτασ’ του σαν θα τον δεις τα
[ευχάριστα μαντάτα.
Κι εγώ αμέσως, τώρα δα, τα σύννεφα διατάζω να ρίξουν το νεράκι τους τη γη για να ποτίσουν.
Μόνο που πρέπει ο ίδιος σου φίλε ν’ ανακοινώσεις, τα νέα για το δώρο αυτό που κάνω στους
[ανθρώπους.
Και την απόφαση που εσύ θα πας να αναγγείλεις, μετά από λίγο έρχομαι και την
[προσυπογράφω· για να φανεί ξεκάθαρα πως έτσι εγώ τιμάω και την ευθυκρισία σου και
[την καλή σου γνώμη».
Μόλις τα άκουσε αυτά ο Άγιος Προφήτης, έπεσε και προσκύνησε τον Ύψιστο Θεό μας· και με
[φωνή στεντόρεια στον Εύσπλαχνο φωνάζει:
«Αυτό που το ’ξερα καλά, αυτό και τώρα βλέπω, πως είσαι Πολυέλεος.
[Γνωρίζω εγώ στα σίγουρα Μακρόθυμος πως είσαι, και σαν Εσέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας».
κθ’. Φόβο Θεού μες στην καρδιά έχοντας ο Προφήτης, και σεβασμό απέραντο στην εντολή που
[πήρε, έτρεξε τότε στον Αχαάβ·
κι έπιασε να του λέει όλα τα νέα τα καλά, όπως ο Εύσπλαχνος Θεός τον είχε ορμηνέψει.
Τότ’ οι νεφέλες τ’ ουρανού πήραν το πρόσταγμά τους ’πό Κείνον που τις έπλασε – αυτές κι
[όλον τον κόσμο.
Εγκυμονώντας ύδατα –τι άλλο να γεννούσαν;–, οι αγέρηδες πλημμύρισαν, βροχούλες
[αναβλύζουν.
Και αγαλλίασε η γης, τον Κύριο δοξάζει· κι η χήρα εκείν’ η δύσμοιρη που ’χασε το παιδί της
[το παίρνει πίσω ζωντανό, όρθιο, αναστημένο.
Και μ’ όλα αυτά, μ’ όλους μαζί χαιρόταν κι ο Ηλίας, και τον Θεό εδόξαζε και τον
[επευφημούσε πως σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
λ΄. Κάμποσος χρόνος πέρασε, μα οι άνθρωποι τα ίδια· αδιόρθωτοι συνέχιζαν να είναι,
[κακιασμένοι.
Έτσι ο Ηλίας άρχισε ξανά να μελετάει μια τιμωρία πιο βαριά να ’βρει για να τους ρίξει.
Και βλέποντας ο Οικτίρμονας τον Άγιο Προφήτη ξανά στα ίδια να γυρνά, τον πιάνει και του
[λέει:
«Τον ζήλο που ’χεις τέκνο μου για τη δικαιοσύνη τον ξέρω γω πολύ καλά· και την καλή σου
[πρόθεση και τούτη την γνωρίζω.
Μα όταν οι αμαρτωλοί άμετρα τιμωρούνται, συμπάσχω τότε με αυτούς, πολύ τους
[συμπονάω.
[Οργίζεσαι λοιπόν εσύ, ως άμεμπτος που είσαι,
και ν’ ανεχθείς δεν το μπορείς αμαρτωλούς ανθρώπους;
[Όμως κι εγώ δεν το μπορώ να ανεχθώ, το ξέρεις, να χάσω κάποιον άνθρωπο· πονάω τον
[κάθε ένα.
[Γιατί το πλάσμα μου αγαπώ τόσο πολύ να ξέρεις, που ως εμέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας».
λα΄. Είδε και απόειδε ο Δέσποτας κι άλλη δεν ήταν λύση· ότι παρζήταν αυστηρός με τους
[ανθρώπους δαύτος.
Έτσι, λοιπόν, προνόησε και τον Ηλία στέλνει μακριά από αυτήν τη γη·
«Είναι καιρός να χωριστείς» του λέει τότε «φίλε, από τον τόπο τούτον δω που κατοικούν οι
[ανθρώποι.
Άσε και θα κατέβω γω που είμαι πολύ οικτίρμων, και άνθρωπος θε να γενώ στη γη να
[περπατήσω.
Εμπρός, ανέβα δω ψηλά κι από τη γη να φύγεις, αφού ν’ αντέξεις δεν μπορείς τα λάθη των
[ανθρώπων.
Μα εγώ που ’μαι στους ουρανούς, θα έρθω εκεί κάτω μαζί με τους αμαρτωλούς κοντά τους
[για να μείνω·
[από τις αμαρτίες τους εγώ θα τους διασώσω, γιατί ως εμέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
λβ΄. Αν δεν μπορείς Προφήτη μου, όπως και πριν σου το ’πα, ανάμεσα σ’ αμαρτωλούς σ’ αυτήν
[την κοινωνία,
έλα εδώ· σ’ ουράνιες μονές να κατοικήσεις τώρα, αντάμα με τους φίλους μου π’ άλλο δεν
[αμαρτάνουν.
Εγώ λοιπόν κατέρχομαι, μιας και είμαι ο ποιμένας.
[Ο μόνος είμαι, δηλαδή, που το μπορεί να εύρει το πρόβατο που χάθηκε,
το παραπλανημένο· κι αφού το βρει, μ’ ασφάλεια στους ώμους να το πάρει και σ’ όλους
[τους αμαρτωλούς αυτά να τους φωνάξει:
“Αν θέλετε αμαρτωλοί ανάπαυση να βρείτε, τρέξτε κι ερθείτε προς εμέ.
[Στη γη εγώ δεν κατέβηκα
για να τα τιμωρήσω τα πλάσματα που έπλασα, αλλά για να τα σώσω· ν’ αρπάξω τους
[αμαρτωλούς μέσα από τα δόντια του λύκου της ασέβειας που τα ’χει δαγκωμένα,
[αφού ως εμέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας”».
λγ΄. Και νά λοιπόν ο Αϊ-Λιας τώρα που ανεβαίνει ψηλά οπού τον έταξ’ ο Θεός κι εκεί τον
[στέλνει – σημάδι και προμήνυμα γι’ αυτά που ήταν να γένουν με τον Χριστό αργότερα, η
[ύψωση του Ηλία.
Με πύρινο άρμα ανέρχεται στον ουρανό ο Θεσβίτης, καθώς το γράφει η Γραφή·
έτσι και στην Ανάληψη υψώθηκε ο Χριστός μας, με νέφη υπερφυσικά κι ουράνιες δυνάμεις.
Κι όπως ο Ηλίας έριξε από ψηλά στα κάτω στον Ελισσαίο μια προβιά που ’χε για πανωφόρι,
[έτσι κι ο Κύριος ο Χριστός κανόνισε και στέλνει από ψηλά κάτω στη γη
σ’ όλους τους Αποστόλους τον Άγιο Παράκλητο, ήγουν το Άγιο Πνεύμα.
[Αυτό που πήραμε κι εμείς που ’μαστε βαφτισμένοι, καθώς διδάσκει ο Χριστός που ’ν’ ο
[Θεός ο Ένας, που σαν κι Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.