Οι κυβερνήσεις μέχρι τώρα προσπαθούσαν να λύσουν τις διαφορές της χώρας στις θαλάσσιες ζώνες με την κοινή λογική της ανάγνωσης του Δικαίου της Θάλασσας. Δεν τα κατάφεραν.
Το γιατί είναι μια υπόθεση που χρήζει μελέτης, αν θέλουμε κάποια στιγμή να μεταλλαχθεί σε σοβαρή η ελληνική πολιτεία.
Μέτριο πολιτικό δυναμικό, διπλωματική υπηρεσία που δεν παράγει υψηλή πολιτική, απλώς τρέχει εκ των υστέρων να σβήσει φωτιές, έλλειψη θεσμών διαμόρφωσης πολιτικών προτάσεων, μέσα ενημέρωσης που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη συγκυρία, απαθής κοινωνία, απουσία αίσθησης σοβαρών κινδύνων, κυρίως έλλειψη διάθεσης αλλαγής.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά η χώρα θα γίνεται περίγελος ακόμη και μικρών γειτονικών χωρών.
Με την Τουρκία δεν είναι μόνο η διαρκής απειλή η οποία δεν θα προσλάβει χαρακτηριστικά στρατιωτικής ρήξης λόγω των πολλών σφαλμάτων της τουρκικής πλευράς, αλλά και η αίσθηση ότι η ηγεσία της γειτονικής χώρας μπορεί να αυθαδιάζει με τον καθημερινό τρόπο που το κάνει σε βάρος της Ελλάδας, της ιστορίας της και του λαού της.
Δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτισμού και συμπεριφοράς μιας φασιστοειδούς ομάδας που κρατά τα ηνία της γειτονικής χώρας. Είναι και η αίσθηση ότι απέναντι στην Ελλάδα μπορεί να κάνει και να λέει ό,τι θέλει. Λείπει από τη χώρα η επιβολή του σεβασμού από τους γείτονές της. Διότι επέδειξε και επιδεικνύει αδυναμίες.
Ακόμη και προς την Αλβανία, η οποία επιβίωσε μετά το 1990 χάρη στη δυνατότητα που παρείχε η Ελλάδα στους Αλβανούς πολίτες να εργαστούν στη χώρα. Στοιχειωδώς θα έπρεπε να εκτιμηθεί. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησε αντίστροφα.
Αυτό δείχνει μια συλλογική αδυναμία (κοινωνίας και ηγεσίας) να προκαλέσει το σεβασμό.
Ο υπουργός εξωτερικών Νίκος Δένδιας επισκέφθηκε πριν από λίγες μέρες τα Τίρανα και συζήτησε τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς για τις θαλάσσιες ζώνες. Αντιπαρέρχομαι τη δουλική εισαγωγή του στην προσφώνηση του Αλβανού πρωθυπουργού κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου, και τονίζω την απόφαση να παραπεμφθεί η διαφορά στη Χάγη.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα δεν θα μπορούσε κανείς να εναντιωθεί. Η Χάγη, την οποία ως σήμερα προσπαθούσαν να αποφύγουν διότι το κριτήριό της είναι η «δίκαιη», κατά το δοκούν, μοιρασιά, φαίνεται ως η μόνη διέξοδος. Και υμνείται ως ευφυής κίνηση. Για όνομα του Θεού! Τόσο δύσκολο ήταν να επινοηθεί;
Απλώς κατέβασαν τον πήχη για να νιώσουν πρωταθλητές. Ελλάδα και Αλβανία είχαν συμφωνήσει το 2009 να ορίσουν τις θαλάσσιες ζώνες τους, αλλά όπως γνωρίζετε η συμφωνία ανετράπη με απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και με επιβεβαιωμένη παρέμβαση της Τουρκίας. Τώρα η Αθήνα ικανοποιείται με τη Χάγη. Καλώς, αλλά ας μη μας μιλούν για σοβαρή, με αρχές εξωτερική πολιτική, διατεθειμένη να συμβιβαστεί κτλ. Δηλαδή σοβαρή εξωτερική πολιτική είναι η έκπτωση από ό,τι δικαιούται η χώρα από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας; Πριν, που η Αθήνα απέφευγε τη Χάγη, η εξωτερική της πολιτική δεν ήταν σοβαρή;
Πλην της απόφασης για τη Χάγη, εκείνο που διέρρευσε είναι ότι ο Αλβανός πρωθυπουργός ζήτησε άρση του εμπολέμου μεταξύ των δύο χωρών.
Η υπόθεση του εμπολέμου έχει βάθος αρκετών χρόνων και συνδέεται με τις μεσεγγυήσεις αλβανικών περιουσιών κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ για να μην τις εκμεταλλευτεί ο εχθρός. Και σήμερα εκεί εστιάζεται το πρόβλημα.
Το 1987 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου θέλησε με πράξη του υπουργικού συμβουλίου (ο Σαρτζετάκης αρνούνταν να υπογράψει Προεδρικό Διάταγμα) να άρει το εμπόλεμο, αλλά υποχώρησε μπροστά στις αντιδράσεις της μειονότητας. Η πράξη εκδόθηκε την 28η Αυγούστου 1987 αλλά τελικά έγινε, απλώς, μια δήλωση που αποχαρακτήριζε την Αλβανία ως εχθρικό κράτος, δίχως να ρυθμίζει το θέμα των μεσεγγυήσεων.
Για την Αλβανία το θέμα εκκρεμεί. Ζητά όχι απλώς πράξη υπουργικού συμβουλίου, αλλά να περάσει το θέμα από τη Βουλή.
Υπάρχει και η εξής διάσταση, η βαρύτητα της οποίας πρέπει να εκτιμηθεί: Στις 9 Απριλίου 1939 το αλβανικό Κοινοβούλιο κήρυξε την ένωση των στεμμάτων Αλβανίας και Ιταλίας. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε χώρα ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, ήταν ταυτόχρονα και με την Αλβανία. Αφού ανέλαβε την ηγεσία της Αλβανίας ο Χότζα, το 1944, ακύρωσε όλες τις αποφάσεις και νόμους επί βασιλείας Αχμέτ Ζόγου. Τον Ιούλιο του 1992 ο πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα ακύρωσε αντίστροφα τους νόμους του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανήλθαν σε ισχύ οι αντίστοιχες επί Ζόγου.
Έτσι, τυπικά, θα μπορούσε να γίνει λόγος για διατήρηση του εμπολέμου με την Ελλάδα και από την Αλβανία.