Η κατάσταση, σε σχέση με την επιθετικότητα της Τουρκίας, κάθε μέρα που περνάει πάει από το κακό στο χειρότερο, τόσο από πλευράς έξαρσης και επέκτασης της επιθετικότητας όσο και από πλευράς των δικών μας ενεργειών για την αντιμετώπισή της.
Το ζωτικό πρόβλημα που παρατηρείται στις αναποτελεσματικές προσπάθειες της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, είναι η έλλειψη ενός καλά δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού, με βάση τον οποίο η Ελλάδα θα είναι σε πλήρη ετοιμότητα και με έτοιμα σχέδια για την κάθε περίπτωση και τομέα όπου θα εκδηλώνεται η επιθετικότητα.
Το πρόβλημα είναι βαθύ και δεν θα σταθούμε σ’ αυτό. Στο σημερινό μας άρθρο θα προσπαθήσουμε να καταρρίψουμε με επιχειρήματα ορισμένες πλάνες στις οποίες έχει υποπέσει η ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τα στελέχη της να διακινούν θεωρίες και δικαιολογίες που είναι ανεπίτρεπτες για ένα σοβαρό κράτος, και αντί να συμβάλουν στην επίλυση των προβλημάτων, επιδεινώνουν την κατάσταση.
Πρώτη εκτίμηση που διακινείται ευρέως – και μάλιστα από κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης: «Ο Ερντογάν επιδιώκει θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα».
Αυτή η εκτίμηση καταρρίπτεται εύκολα: Και αν το επιδιώκει, γιατί δεν το κάνει; Τι τον εμποδίζει;
Δεν θα επικαλεστούμε άλλα επιχειρήματα, για το αν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ικανές να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου, αφού η Ελλάδα έχει δηλώσει –σωστά πράττοντας– ότι οποιοδήποτε θερμό επεισόδιο θα επεκταθεί σε πόλεμο σε όλα τα μέτωπα.
Απλώς θα επικαλεστούμε την κοινή λογική. Αφού η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι κόκκινη γραμμή είναι τα 6νμ, ο Ερντογάν πήρε το μήνυμα ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει σε όλες τις ελληνικές θάλασσες εκτός των χωρικών μας υδάτων.
Άρα, γιατί να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, αφού όλοι οι επιμέρους στόχοι του και ο εθνικός στρατηγικός του στόχος, που είναι η επιβολή στην Ελλάδα ότι τα νησιά δεν δικαιούνται ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, παρά μόνο χωρικά ύδατα 6νμ, εκπληρούνται με την τακτική που ακολουθεί ως τώρα, την οποία η Ελλάδα δεν παρεμποδίζει;
Δεύτερη εκτίμηση: «Έχουμε έναν μαραθώνιο μπροστά μας, όσον αφορά τις τουρκικές προκλήσεις. Εμείς πρέπει να δράσουμε με ψυχραιμία, γιατί ο Ερντογάν δεν θα αντέξει και στο τέλος θα αποτύχει».
Ναι, είναι αλήθεια ότι έχουμε έναν μαραθώνιο μπροστά μας, όμως αυτός έχει σχεδιαστεί από τον Ερντογάν, για να φθάσει στον τελικό του στόχο, που είναι η επιβολή de facto του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας.
Το επιχείρημα ότι ο Ερντογάν έχει υπερεκτεθεί και ανοιχτεί σε πολλά μέτωπα και ότι δεν θα αντέξει, είναι αυτό που μας βολεύει.
Όμως τα κράτη σχεδιάζουν με το χειρότερο, όχι με το καλύτερο σενάριο. Αν λοιπόν αντέξει ο Ερντογάν και τερματίσει το μαραθώνιο που έχει σχεδιάσει, ποιος θα είναι ο νικητής;
Η Ελλάδα, λοιπόν, πρέπει να έχει ως στόχο την διακοπή αυτού του μαραθωνίου και όχι να τον ευλογούν στις τηλεοράσεις διάφοροι ληρούντες.
Η τρίτη εκτίμηση είναι η εξής:
«Ο Ερντογάν τα κάνει όλα αυτά γιατί επωφελείται από το κενό που υπάρχει στις ΗΠΑ λόγω προεδρικών εκλογών, και αυτό θα το συνεχίσει για τους επόμενους τρεις μήνες».
Άλλη ουρανομήκης πολιτική ανοησία.
Τη στιγμή που το ένα μετά το άλλο αμερικανικά ινστιτούτα και δεξαμενές σκέψης δημοσιεύουν μελέτες και εκθέσεις με τις οποίες προειδοποιούν τις ΗΠΑ και τον επόμενο πρόεδρο ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει να δρα ανεξάρτητα, χωρίς να υπολογίζει τις ΗΠΑ, πώς είναι δυνατόν Έλληνες αξιωματούχοι να μας λένε περίπου «κάντε υπομονή τρεις μήνες και μετά όλα θα περάσουν»!
Η σωστή εκτίμηση είναι ότι ο Ερντογάν κινείται με βάση τον στρατηγικό σχεδιασμό που έχει εγκριθεί από την κυβέρνησή του και από το τουρκικό κράτος και ο σχεδιασμός αυτός πηγαίνει πολύ πέρα από τους τρεις μήνες και πολύ πιο πέρα από τα κοιτάσματα και το «Oruç Reis».
Θα μπορούσα να αραδιάσω και άλλες πολλές πολιτικές ανοησίες που διακινούνται από κυβερνητικά στελέχη, και εκτός του ότι παραπλανούν την ελληνική κοινή γνώμη, δίνουν πολύ κακά μηνύματα προς την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα, για την πατρίδα μας.
Θα επανέλθω στο θέμα, κλείνοντας το σημερινό άρθρο με ένα ερώτημα:
Ποιος σύμβουλος πρότεινε στον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να δεχτεί τις γερμανικές διαβεβαιώσεις και να πείσει με τη σειρά του τον Πρόεδρο της Κύπρου Ν. Αναστασιάδη να μην βάλουμε βέτο στις κυρώσεις για τη Λευκορωσία, με αποτέλεσμα να γλιτώσει η Τουρκία τις κυρώσεις και μετά από τέσσερις ημέρες να ξαναβγάλει το «Oruç Reis» στις ελληνικές θάλασσες και μάλιστα στη ζώνη μεταξύ 6 και 12 ναυτικών μιλίων στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου;
Και εντάξει, ο πρωθυπουργός δέχτηκε αυτήν την εισήγηση, γιατί πίστεψε ότι θα λειτουργήσει. Όταν αποδείχτηκε ότι ήταν βλακώδης, απέπεμψε κανέναν από τους εισηγητές, ή όλα είναι πρίμα;