Ελπίζω να ολοκληρώθηκε ο αντιφασιστικός αγώνας του Κ. Μητσοτάκη και να βρει χρόνο να ασχοληθεί με τον Αττίλα 3 που άρχισε στην Κύπρο με το άνοιγμα των Βαρωσίων. Αν και η ΝΔ από γεννησιμιού της δεν τα πάει καλά με τη μεγαλόνησο.
Ο πατριάρχης της ήταν που είπε το περίφημο «η Κύπρος κείται μακράν».
Ο αντιφασιστικός, αντιναζιστικός αγώνας της Νέας Δημοκρατίας προστέθηκε στον αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων «δημοκρατικών δυνάμεων» από σταλινικούς, μαοϊκούς, τροτσκιστές, αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, «εκσυγχρονιστές» της Αριστεράς κτλ. κατά ενός φαντάσματος το οποίο, επειδή ακριβώς άρχισε να εκλείπει, φρόντισαν να το αναστήσουν. Χωρίς αυτό πολλοί δεν έχουν λόγο ύπαρξης.
Αν εξαιρέσουμε τη Νέα Δημοκρατία που ως αστικό κόμμα δεν πολυσκοτίζεται να αναζητήσει πολιτική σε ένα αστικό καθεστώς, κάνει απλώς διαχείριση, τα υπόλοιπα κόμματα, κυρίως της Αριστεράς, περνούν σοβαρή κρίση ταυτότητας.
Διότι η Αριστερά σήμερα έχει τρεις μορφές.
Η μια είναι η αναρχική η οποία συγκεντρώνει περιθωριακές ομάδες, κυρίως νέων, που ζητούν τρόπο εκτόνωσης διότι, ίσως, δεν πηγαίνουν στο γήπεδο να χειροκροτήσουν και να πετάξουν εκεί μολότοφ. Απαραίτητη συνιστώσα σε μια αστική δημοκρατία για να της δίνει λίγο αλάτι (όταν δεν φθάνει σε επικίνδυνα άκρα) και να της θυμίζει τι σημαίνει εξέγερση αν η αστική αυθαιρεσία ξεπεράσει τα όρια. Οι σημερινοί αναρχικοί ουσιαστικά μετονομάστηκαν σε αντιεξουσιαστές, απαλλοτριώνοντας ό,τι είχε να κάνει με κάποιας μορφής ιδεολογία.
Η άλλη είναι μια καλογερίστικη, μοναστηριακή εκδοχή του μαρξισμού. Είναι αυτό που λέμε μαρξιστική Αριστερά. Και εκφράζεται στην Ελλάδα κυρίως από το ΚΚΕ. Το γεγονός ότι πριν από μερικά χρόνια αποκατέστησε από παλαιότερο αφορισμό τον Στάλιν, διαγράφει και τα χαρακτηριστικά της. Είναι ακίνδυνη και απαραίτητη για το άλλοθι μιας αστικής δημοκρατίας. Φαίνεται να βρίσκεται και σε μια συμφωνία με το σύστημα, αλλά μάλλον κανείς δεν ασχολείται μαζί της.
Η μαρξιστική Αριστερά δεν νοείται να φέρει το όνομα του Μαρξ αν δεν θέτει θέμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και κεντρικού ελέγχου της οικονομίας. Όπως αντιλαμβάνεστε δεν είναι μόνο αναχρονιστική, αλλά πλέον φτάνει στα όρια της γραφικότητας. Τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Δεν ξέρω τι θα συμβεί σε έναν κόσμο τεχνητής νοημοσύνης.
Η τρίτη και πιο επικίνδυνη Αριστερά είναι αυτό το συνονθύλευμα που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Λενινιστές, σταλινικοί, τροτσκιστές, μαοϊκοί, «εκσυγχρονιστές», δικαιωματιστές, αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, παλαιοί ΠΑΣΟΚοι που είχαν συνηθίσει στη νομή της εξουσίας και δεν μπορούσαν να την στερηθούν, δεξιοί που δεν ικανοποιήθηκαν στους υπουργικούς θαλάμους, άνθρωποι που αναπαράγονται ακόμη με τις φαντασιώσεις του Εμφυλίου, και ένα σωρό άλλα στοιχεία ενός μίγματος (μίγματος, όχι ένωσης, διότι διατηρούν τις ιδιαιτερότητές τους) είχαν συνασπιστεί για να καταλάβουν την εξουσία. Το πέτυχαν, αλλά ελάχιστοι σήμερα θέλουν να θυμούνται εκείνη την εποχή.
Ο μόνος κοινός τόπος όλων αυτών είναι η προβολή του δικαιωματισμού. Αλλά με το δικαιωματισμό δεν συγκροτείς κόμμα εξουσίας. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να τους ενώνει πέραν της αναζήτησης της εξουσίας. Η άσκησή της πριν από μερικά χρόνια παρέπεμπε πού και πού στην πολιτιστική επανάσταση του Μάο. Άνθρωποι χωρίς καμιά δυνατότητα ανέλαβαν υψηλές θέσεις, στις οποίες όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Και το πλήρωσε η χώρα. Μερικούς από αυτούς ο λαός τους έστειλε στη Βουλή.
Αυτό το κόμμα έπεσε στα μαλακά στις εκλογές, αλλά τώρα σιγά-σιγά αποκαλύπτονται όχι μόνο οι αδυναμίες των στελεχών του να ανταποκριθούν στο ρόλο που ανέλαβαν, αλλά και ο αμοραλισμός, ο καιροσκοπισμός και μερικές φορές οι αντιλήψεις τους που δεν έχουν καμιά σχέση με το χώρο τον οποίο –υποτίθεται– υπηρετούν. Αρχής γενομένης από τον αρχηγό τους, ο οποίος δείχνει καθημερινά ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τίποτε πέραν μιας ομάδας συνδικαλιστών μαθητών.
Τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την υπόθεση της «Χρυσής Αυγής» το κόμμα αυτό, το οποίο είναι η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα, έδειξε τον απύθμενο αριστερό αμοραλισμό του.
Έχοντας συνείδηση πως δεν έχει να προτείνει τίποτε στην ελληνική κοινωνία από την άποψη της εναλλακτικής πολιτικής (εναλλακτικής του κυβερνώντος σήμερα κόμματος), φρόντισε από νωρίς να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις επιβίωσης της ηγεσίας του νεοναζιστικού φαινομένου που αναδύθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης. Άλλαξε τον Ποινικό Κώδικα φροντίζοντας να επιβιώσει πολιτικά η ηγεσία της «Χρυσής Αυγής». Και αυτό το κατήγγειλε ο υπουργός δικαιοσύνης επί ΣΥΡΙΖΑ Σταύρος Κοντονής. Βεβαίως, δεν απαλλάσσεται των ευθυνών του. Μάλιστα ο Στ. Κοντονής κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ και για σταλινισμό.
Γιατί να θελήσει ο ΣΥΡΙΖΑ να σώσει την ηγεσία της «Χρυσής Αυγής»; Διότι κάποιους ανέμους πρέπει να κυνηγά. Φυσούν δεν φυσούν. Ή αν δεν φυσούν, θα φροντίσει το κόμμα να φυσήξουν. Διασώζοντας την ηγεσία του νεοναζιστικού μορφώματος.
Φαίνεται –και αυτό αποτελεί ευχή όσων αγωνιούν για ένα υγιέστερο πολιτικό σύστημα– πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα αρχίσει να φυλλορροεί. Θα πάρει χρόνο, αλλά μάλλον δεν θα μπορέσει με τις προϋποθέσεις που συγκροτήθηκε ως κόμμα να διατηρηθεί ενωμένος.
Ο τόσο μεγάλος πολιτικός κατακερματισμός στο εσωτερικό ενός κόμματος προϋποθέτει ικανή ηγεσία. Και ο Τσίπρας δεν είναι Ανδρέας Παπανδρέου.
Η παραπάνω περιγραφή του αριστερού πολιτικού χώρου δείχνει το ταυτοτικό αδιέξοδο της Αριστεράς. Τι μπορεί να είναι σήμερα Αριστερά αφού ούτε η μαρξιστική ούτε η αναρχική ούτε η δικαιωματική μορφή της μπορεί να αξιώσει προοπτική κυβερνητικής εξουσίας;
Αυτό είναι ένα ερώτημα. Και ένα από τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος. Η αξιωματική αντιπολίτευση του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι Αριστερά, δεν μπορεί να διαμορφώσει σαφή ταυτότητα και τείνει να θρυμματιστεί. Η κυβερνητική εμπειρία της δημιουργεί εφιάλτες.
Κάτι άλλο πρέπει να γίνει.
Το κυβερνών κόμμα έχει δείξει μέχρι σήμερα μια ικανότητα προβλέψεων και διαχείρισης της εξουσίας που το οδήγησε να κερδίσει την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Βεβαίως, σ αυτό βοήθησε και η κάκιστη εντύπωση που άφησε η κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά φαίνεται πως στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος ενδημεί μια ικανή ομάδα παραγωγής πολιτικής. Υπάρχουν μερικοί τομείς που η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος αρχίζει να εξαντλεί τις δυνατότητές της (όπως είναι οι σχέσεις με την Τουρκία και η αναγκαστική, ίσως, εξάρτηση από μεγάλες χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ), αλλά την ιδεολογική ηγεμονία την διατηρεί η ΝΔ και δεν φαίνεται να την χάνει με έναν ΣΥΡΙΖΑ που απαξιώνεται ολοένα και περισσότερο.
Αυτό είναι επικίνδυνο. Διότι όταν δεν υπάρχει αντιπολίτευση και η κυβέρνηση καταφέρνει πάντα να εγκλωβίζει τους πολίτες στην πολιτική της, θα το πετύχει και όταν η πολιτική της θα είναι επικίνδυνη.
Και εδώ αναδεικνύεται η μεγάλη ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου, σοβαρού πολιτικού κόμματος που θα μπει δυναμικά στο παιχνίδι της εξουσίας με αξιώσεις να την διεκδικήσει στις επόμενες εκλογές.
Αυτό θα φέρει σε μια ισορροπία την αντιπολίτευση, αφού η νέα αντιπολίτευση θα αναλάβει έναν ρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί σήμερα να επιτελέσει, και θα αποτελεί, παράλληλα, τροχοπέδη για την κυβέρνηση η οποία δεν θα νιώθει μόνη στο πολιτικό γήπεδο και θα έχει το φόβο μήπως χάσει την εξουσία στις επόμενες εκλογές. Έτσι θα συγκρατείται η κυβέρνηση από ορισμένες σκέψεις να προχωρήσει σε επίλυση θεμάτων που δεν θα έπρεπε, και που χωρίς αντίπαλο ενδεχομένως να το έκανε.
Το ΚΙΝΑΛ δεν προσφέρεται, μόνο του, γι’ αυτόν το ρόλο. Φέρει αμαρτίες του παρελθόντος και δύσκολα θα το εμπιστευτεί η πλειοψηφία της κοινωνίας. Ούτε και η πρόεδρός του έχει αντίληψη μεγάλου κόμματος. Θέλει έναν μικρό πόλο, τον τρίτο πόλο, για να συμμετέχει στην εξουσία σε περίπτωση που δεν υπάρχει αυτοδυναμία.
Το αδιέξοδο όμως της ελληνικής κοινωνίας είναι μια εναλλακτική πειστική λύση στη Νέα Δημοκρατία. Όχι κάποιο συμπλήρωμα.
Και αυτό το αδιέξοδο είναι και επικίνδυνο και δεν φαίνεται να λύνεται.