ζ΄. Βλέποντας τότ’ ο Δέσποτας τον Άγιο Θεσβίτη, στους ομοεθνείς του απέναντι μ’ υπεροψία να
[στέκει,
με τη δικαιοκρισία Του αυτό αποφασίζει: κι ο δίκαιος να δοκιμαστεί με πείνα όπως κι οι
[άλλοι.
Αν της τροφής η στέρηση σφίξει κι αυτόν τον ίδιο,
τότ’ ίσως πιο φιλάνθρωπα να δει την καταδίκη που μ’ όρκο αποφάσισε.
[Την τιμωρία ίσως σκεφτεί τότε να σταματήσει·
γιατί είν’ όντως αβάστακτο να ’ν’ η κοιλιά σου άδεια απ’ τ’ απαραίτητο φαΐ.
Καν λογικά καν άλογα όλα τα ζωντανά, με την τροφή στυλώνονται και έτσι διατηρούνται.
[Έτσι το οικονόμησε μ’ όλη Του τη σοφία· έτσι το όρισε ο Θεός ο εν Τριάδι Ένας που σαν
[Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
η΄. Διαμαρτυρία έστησε το αδειανό στομάχι κι υπέρ της φύσης φώναζε.
[Και παίρνοντας το νόμο της όπλο βαρύ στο χέρι,
στον γέροντα επιτίθενταν· με τέτοιο τέχνασμα ήθελε γνώμη να του αλλάξει.
Αλλ’ αντιστέκονταν αυτός· αναίσθητος στο βάσανο λες κι ήταν από πέτρα.
Τρεφόταν με το ζήλο του, αυτόν είχε για γεύμα· κι αυτό του ήταν αρκετό και έτσι πορευόταν.
Κι αφού είδε κι απόειδε ο Υπέρτατος Κριτής μας, στο τέλος αποφάσισε τον φίλο Του να σώσει
[κι απ’ τη μαύρη πείνα του λίγο να τον ’λαφρώσει.
Μαζί μ’ όλους τους άδικους και με τους παρανόμους κι ο δίκαιος να λιμοκτονεί σωστό δεν
[Του εφάνη· έτσι το έκριν’ ο Κριτής, ο Υπέρτατος, ο Μέγας, που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
θ΄. Κι έτσι ο Πανοικτίρμονας μ’ όλη Του τη σοφία, τροφή γι’ αυτόν ετοίμασε για να τον
[περισώσει.
Τους άσπλαχνους τους κόρακες ευθύς Αυτός διατάζει τρόφιμα να μαζεύουνε, να πάν’ να του
[τα δίνουν.
Είν’ όντως ανελέητο το των κοράκων γένος, και ευσπλαχνία τι θα πει ούτε που το γνωρίζει.
Στους ίδιους τους τους νεοσσούς τροφή δεν τους παρέχουν· μόν’ ο Θεός που οικονομεί μού
[φαίνεται θα ξέρει, τι τρώνε τα κακόμοιρα και κάπως μεγαλώνουν.
Έτσι σ’ αυτόν οπού ’μοιασε στη σκέψη και στους τρόπους, με κόρακα π’ αδιαφορεί για τα
[ίδια του τα τέκνα,
του έδωσε τον κόρακα να έχει για υπηρέτη.
[Κι ένα πουλί πετούμενο που ’ν’ άκαρδος γονέας, μισάνθρωπο υπηρετεί – τι ταιριαστό
[ζευγάρι!
[Έτσι τα ταίριαξε καλά ο Πάνσοφος, ο Ένας που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ι΄. Και ο Θεός του μίλησε του Ηλία και του είπε: «πρόσεξε μήπως η πολλή φιλοθεΐα που ’χεις, σου φέρει μία διάθεση έχθρας για τους ανθρώπους.
[Κοίτα καλά τους κόρακες και βάλ’ το στο μυαλό σου.
Στους ίδιους τους τους νεοσσούς άσπλαχνοι πάντοτ’ είναι,
μα δες τους τώρα ξαφνικά πώς φέρονται σε σένα· φιλότιμοι γινήκανε, αλλάξαν νοοτροπία.
Κοίτα πώς αναδείχτηκαν άξιοι υπηρέτες –της ευσπλαχνίας μου όργανα– και τρόφιμα σου
[φέρνουν.
Μα απ’ τη δική μου τη σκοπιά δεν το μπορώ, δεν θέλω, με το στανιό ν’ επιβληθώ σε σένα
[για ν’ αλλάξεις τον τρόπο που θε να φερθείς στους άλλους τους ανθρώπους.
[Σέβομαι εγώ το πλάσμα μου, του δίνω ελευθερία· εγώ η Αγάπη, ο Θεός ο Αληθινός, ο Ένας
[που σαν Εμέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ια΄. Τώρα κι εσύ προφήτη μου νομίζω είναι ώρα με σεβασμό για να σταθείς στη δυστυχία των
[γύρω·
[ούτ’ ίσαμε τα άμυαλα πτηνά εσύ δεν είσαι; Κοίτα πώς μ’ υπακούσανε και
[παραδειγματίσου.
Πώς λες εσύ οι κόρακες φερσίματα αλλάξαν; Ντραπήκανε οι άσπλαχνοι την τόση μου
[ευσπλαχνία!
Τη φιλία μας θα τιμήσω· κι ό,τι με όρκο έδεσες, εγώ δεν θα το λύσω.
Μόν’ μάθε πως δεν δύναμαι τους θρήνους να αντέξω, τη θλίψη αυτήν την πάνδημη που
[’πεσε στους ανθρώπους, στα πλάσματα που έπλασα, και τα καταπλακώνει.
Και των μωρών τα κλάματα, τα δάκρυα που χύνουν και όλων των ζώων τους μυκηθμούς
τους άναρθρους που βγάζουν, ν’ αντέξω εγώ δεν γίνεται, ραγίζει η καρδιά μου.
[Όλα τα πλάσματά μου εγώ ως πλάστης τα πονάω, μα πιότερο τον άνθρωπο που
[’φτιαξα κατ’ εικόνα· γι’ αυτό ως εμέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας».
ιβ΄. Καθώς τα άκουε όλα αυτά, έβραζε ο Προφήτης· και στον Δεσπότη παρευθύς να απαντήσει
[σπεύδει:
«Δεν θέλω γω τους κόρακες να μού ’χεις για υπηρέτες, τροφή για να μου φέρνουνε Δέσποτα
[και Θεέ μου.
Αν ήτανε στο χέρι μου μονάχος να επιλέξω, θα διάλεγα Πανάγιε, να λιώσω από την πείνα.
Μου αρκεί αυτούς τους ασεβείς να τιμωρώ όπως πρέπει· να ’ξερες μέσα μου αυτό πόσο με
[ησυχάζει!
Και δεν διστάζω ούτε στιγμή να πάω στο χαμό μου, αρκεί ’τούς που σ’ αρνήθηκαν να έχω για
[παρέα!
[Μην το λοιπόν με λυπηθείς,
μην ψάχνεις να με σώσεις, άσε με να λιμοκτονώ, μόν’ κοίτα να ξεκάνεις όλους της γης τους
[ασεβείς.
[Κάν’ το και μην λογίζεσαι πως γνώμη εγώ αλλάζω, πως σαν Εσέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ιγ΄. Σαν άκουσε τα λόγια αυτά απ’ τον Προφήτη ο Κτίστης, έλαβε την απόφαση να του αλλάξει
[τόπο.
Πρώτα διατάζει τα πουλιά τροφή να μην του δίνουν, ως μέχρι τότε έκαναν.
Κι ύστερα όπως ήτανε εκείνος πεινασμένος, στα Σάρεπτα τον έστειλε να μείνει σε μια χήρα.
Έτσι το αποφάσισε μ’ όλη Του τη σοφία, κι ευθύς του τ’ ανακοίνωσε: «σε μια γυναίκα
[πρόκειται εγώ να αναθέσω να σε ταΐζει στο εξής».
Τον έστειλε λοιπόν σε μια που ’ταν χήρα γυναίκα και πάλευε μονάχη της παιδιά να
[μεγαλώσει· κι ήταν κι ειδωλολάτρισσα!
Σου λέει ο Κύριος και ο Θεός: και μόνο που θα ακούσει αυτός, ο δίκαιος, ο Προφήτης, το
[γυναικείο όνομα το ειδωλολατρικό της,
[απ’ την πολλή του αποστροφή σε μένα τότε θα στραφεί.
[Απ’ την απελπισία του και αποκαρδιωμένος θ’ αρχίσει τότε τις φωνές: «Δώσ’ επιτέλους
[τη βροχή, ας πάει στα κομμάτια· αφού σε όλους είν’ γνωστό, το ξέρει όλ’ η πλάση πως
[σαν Εσέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.