Το τελευταίο διάστημα, συνομιλώντας με ανθρώπους που ως εκ της θέσεώς τους, σήμερα ή και παλαιότερα, είναι σε θέση να γνωρίζουν, διαπίστωσα ότι ανησυχούν για την πορεία των θεμάτων με την Τουρκία και όσα δείχνει διατεθειμένη να αποδεχθεί η κυβέρνηση.
Ανησυχούν, αλλά δεν θέλουν να μιλήσουν. Φαίνεται πως η κριτική στάση –ακόμη και υψηλόβαθμων στο παρελθόν στελεχών του κρατικού μηχανισμού– τιμωρείται. Έτσι λειτουργεί παντού η εξουσία.
Στη Θράκη ενόχλησε ο τρόπος που χειρίστηκε την περιοδεία της η Ντόρα Μπακογιάννη (πρόεδρος της Διακομματικής Επιτροπής για την ανάπτυξη της Θράκης). Ελπίζουμε κάτι καλύτερο να συμβεί τώρα από την κατάχρηση των χρημάτων στο πρόσφατο παρελθόν σε μια ανάλογη προσπάθεια, αν και δεν υπάρχει καμιά εγγύηση γι’ αυτό. Η ανησυχία που εκδηλώνεται για τη Θράκη συνίσταται στη διάθεση που αποδίδεται στην κυβέρνηση να αποδεχθεί την τουρκική αντίληψη για τους μουφτήδες. Η Ντ. Μπακογιάννη απέφυγε να συναντηθεί με τους διορισμένους –όπως επιβάλλουν οι ελληνικοί νόμοι– μουφτήδες. Ειρήσθω εν παρόδω πως κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει στη μειονότητα, και κυρίως στους Πομάκους, σε σχέση με την εξάρτησή τους από την Άγκυρα. Σιγά-σιγά γίνεται αντιληπτή η τουρκική πολιτική χειραγώγησης και εργαλειοποίησης της μειονότητας.
Στο Κυπριακό και τις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας, τα πράγματα είναι αρκετά άσχημα. Υπάρχει η αίσθηση πως η Αθήνα εγκαταλείπει στη μοίρα της την Κύπρο, και επισείεται κυρίως η διάσταση απόψεων στο θέμα των κυρώσεων στην Τουρκία και η αποδοχή από την ελλαδική κυβέρνηση έναρξης συνομιλιών με τα τουρκικά ερευνητικά να καταπατούν την κυπριακή ΑΟΖ.
Εκεί που κυρίως υπάρχει έντονη ανησυχία είναι στο τι είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί η Αθήνα στις συνομιλίες που θα αρχίσουν. Τι θα θέσει η Άγκυρα στο τραπέζι, και αν θα θέσει θέμα αποστρατικοποίησης των νησιών.
Υπάρχει η εκτίμηση ότι η υποχώρηση της Αθήνας στο θέμα αυτό θα εμφανιστεί ως ελληνική πρωτοβουλία αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο εξοπλισμός των νησιών δεν έχει να κάνει μόνο με τον κίνδυνο κατάληψής τους από την Τουρκία. Είναι ενταγμένα στο σύστημα αεράμυνας της Ελλάδας, η οποία, ας σημειωθεί, δεν διαθέτει επιχειρησιακό βάθος. Οποιαδήποτε λοιπόν σκέψη αποστρατικοποίησης θα είναι πολύ επικίνδυνη –λένε στρατιωτικοί ειδήμονες–, και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά στην κυβέρνηση. Άλλωστε και η υπόθεση με την απόσυρση της Μεραρχίας στην Κύπρο είναι διδακτική.
Αρχίζει σιγά-σιγά να αναδύεται η σημασία του γεωπολιτικού ρόλου Ελλάδας-Κύπρου σε μια εποχή που η μετακίνηση του ενδιαφέροντος στον Ειρηνικό έχει απομειώσει τη σημασία της Ευρώπης.
Είναι άγνωστο αυτήν τη στιγμή μέχρι ποίου σημείου είναι διατεθειμένος να τραβήξει την όξυνση των σχέσεών του με τη Δύση ο Ερντογάν, και πώς θα αναπληρώσουν το τουρκικό κενό οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ στην Θεσσαλονίκη και τη Σούδα –και όχι στην Τουρκία–, πέραν του ευνόητου μηνύματος που εστάλη στην Άγκυρα, δείχνει πως η Ουάσινγκτον σε επίπεδο διαμόρφωσης της εξωτερικής της πολιτικής στην περιοχή δίνει σημασία στους δύο αυτούς γεωγραφικούς πόλους της Ελλάδας.
Η μεν Θεσσαλονίκη μαζί με την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα είναι, όπως φαίνεται, ενταγμένη στους ενεργειακούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, αλλά και στην πολιτική που θέλουν να αναπτύξουν στα Βαλκάνια.
Η δε Σούδα αναβαθμίζεται επιπλέον ως σημαντική αμερικανική βάση η οποία εν πολλοίς θα αντικαταστήσει το Ιντζιρλίκ.
Είναι άγνωστο αν και κατά πόσο οι Αμερικανοί ενθαρρύνουν την γαλλική πρωτοβουλία για τη μεσογειακή πολιτική και στρατιωτική συνεργασία, διότι στο διαδίκτυο κυκλοφορεί έντονα η φήμη περί γαλλικής δυσαρέσκειας από την ελληνική στάση που αποδίδεται σε αμερικανικές παροτρύνσεις.Δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν επισήμως αυτές οι εκτιμήσεις.
Το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη βόρεια Ελλάδα αλλά και η διαφαινόμενη ισραηλινή δραστηριοποίηση στα Βαλκάνια αποτελούν παρήγορη ένδειξη του ρόλου που θα μπορούσε να αναπτύξει ο βορειοελλαδικός χώρος σε μια εποχή που και η σημερινή κυβέρνηση δρα κυρίως συγκεντρωτικά. Μια σειρά αποφάσεών της απαξιώνουν το ρόλο της Θεσσαλονίκης ως δεύτερου οικονομικού πόλου της χώρας. Η συνέχιση αυτής της πολιτικής θα έχει επιπτώσεις στις εκλογικές προτιμήσεις των πολιτών. Η οίηση που διακατέχει κάθε εξουσία και η αίσθηση της σημερινής κυβέρνησης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση λόγω της κακής εμπειρίας από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα περισώσουν μια κυβερνητική πολιτική που θα αγνοεί την ύπαρξη και το ρόλο της Θεσσαλονίκης.
Ένα άλλο ζήτημα που αναδύεται τις τελευταίες ημέρες είναι η ανάμιξη της Τουρκίας στην πολεμική διένεξη Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν.
Στην αναζήτηση των λόγων επισημαίνονται τρεις: Να ζητήσει ο Ερντογάν χρήματα από τον Αλίεφ για τις υπηρεσίες που του προσφέρει για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση στη χώρα του, να εξάγει ο Τούρκος πρόεδρος τις εσωτερικές αντιθέσεις στο εξωτερικό μετά το πάγωμα των μετώπων σε Συρία και Λιβύη και την αναγκαστική μείωση της έντασης με την Ελλάδα και για το άνοιγμα νέων μετώπων σε μια περιοχή που ξαναήρθε η σειρά της.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών πήρε ουδέτερη θέση που δεν ικανοποίησε και τους αναλυτές που βλέπουν στη στήριξη και επιβίωση της Αρμενίας μια διάσταση αμφισβήτησης της τουρκικής επιθετικότητας με επιπτώσεις και στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, ούτε τον ελληνικό λαό που αισθάνεται πολλαπλώς κοντά στους Αρμενίους.
Το τελευταίο ανησυχητικό ζήτημα είναι η φημολογούμενη διάσταση μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια και του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, διάσταση που έχει αφετηρία τη συνάντηση του Βερολίνου την οποία αγνοούσε, όπως λέγεται, ο Ν. Δένδιας, αλλά και την ατζέντα των συνομιλιών.
Τέτοιου είδους διαστάσεις είναι περιττή πολυτέλεια στην κρίσιμη αυτή φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να ξεπεραστούν.