Το τουρκικό αίτημα αποστρατικοποίησης των νησιών είναι παλαιό και έρχεται στην επιφάνεια κάθε φορά που η Άγκυρα θέλει να διακηρύξει ότι βρίσκεται στην πλευρά του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς τάξης.
Το βασικό επιχείρημα ενάντια στις τουρκικές αιτιάσεις είναι η ορθή –και γνωστή πλέον– ρήση: «Ό, τι απειλείται, δεν αποστρατικοποιείται».
Ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ είναι ξεκάθαρος όσον αφορά τη διασφάλιση της εσωτερικής και της εξωτερικής κυριαρχίας των κρατών, ενώ στο άρθρο 2, παράγραφο 4, επισημαίνεται: «Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Πρόκειται για κάποιου είδους νομικισμό άνευ ουσίας και αντικρίσματος;
Κάθε άλλο… Πρόκειται για την αποτύπωση των όρων και των προϋποθέσεων διασφάλισης της διεθνούς τάξης κατά την επαύριον του φονικού Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τα κράτη λαμβάνουν την υποχρέωση να απέχουν από κάθε απειλή χρήσης βίας, ενώ η ανεξαρτησία κάθε κρατικής οντότητας οφείλει να γίνεται σεβαστή από κάθε δρώντα.
Παρενθετικά σημειώνεται ότι επ’ αυτού έγκειται και ο αναχρονισμός του καθεστώτος των εγγυήσεων στην Κύπρο.
Όπως έχει πολλάκις περιγράψει ο Παναγιώτης Ήφαιστος: «Πρωτίστως και κατά κύριο λόγο, το Διεθνές Δίκαιο, οι συνθήκες και τα καταστατικά των διεθνών θεσμών αφορούν τη διεθνή τάξη. Δηλαδή, την οριοθέτηση της κυριαρχίας που καλύπτει η επικράτεια των κρατών-μελών του ΟΗΕ στο έδαφος, στη θάλασσα και στον αέρα». Η διασφάλιση των εν λόγω κεκτημένων επιτυγχάνεται διαμέσου μιας στιβαρής και αποτελεσματικής στρατηγικής, επίκεντρο της οποίας είναι η ισχύς σε όλες τις εκφάνσεις της. Η προκύπτουσα κατανομή ισχύος προσφέρει ένα σημείο ισορροπίας, το οποίο περιγράφεται μέσω του όρου «διεθνής τάξη» και αποτυπώνεται σε ό,τι αποκαλούμε «Διεθνές Δίκαιο» και «Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ», ενώ καθήκον και αποστολή των κρατών είναι να συνιστούν θεματοφύλακες της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου.
Χωρίς εκπτώσεις ή αστερίσκους, καθώς όταν αυτό συμβαίνει, η σύννομη εξωτερική πολιτική του κράτους καθίσταται αυτοχειριασμός. Αυτό το είδαμε στις πρόσφατες συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ, αλλά και στην επίμονη διαχρονική άρνησή μας να χαράξουμε μια στρατηγική με τελικό προορισμό την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου μέσω της επέκτασης των χωρικών υδάτων μας στα 12 ν.μ. και την αποκατάσταση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου, βιώνουμε κατά τις τελευταίες δεκαετίες διαρκείς παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, υπερπτήσεις άνωθεν ακόμη και κατοικημένων νησιών, μόνιμα εγκατεστημένη «Στρατιά του Αιγαίου» στη Σμύρνη, διακηρυγμένες διεκδικήσεις (γκρίζες ζώνες) από πλευράς των πλέον επίσημων κύκλων της Τουρκίας και παράνομη δραστηριότητα του τουρκικού στόλου (μη τήρηση των κανόνων της αβλαβούς διέλευσης).
Έναντι όλων αυτών, η Ελλάδα πώς όφειλε να απαντά; Μήπως επικαλούμενη αποκλειστικά την «καλή πίστη» όπως θα έλεγαν οι νομικοί διεθνολόγοι;
Στην Κύπρο επί σχεδόν μισό αιώνα επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αλλά η παράνομη κατοχή συνεχίζεται και μάλιστα επεκτείνεται στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η στρατικοποίηση των νησιών δεν αποτελεί παρά την απάντηση σε μια διακηρυγμένη απειλή, και μια επιλογή η οποία εφαρμόζεται κατ’ ελάχιστο εν σχέσει με το μέγεθος της τουρκικής προκλητικότητας.
Ούτως ή άλλως το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίζει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη προκύπτει μέσω της κατάργησης της Σύμβασης της Λοζάνης για τα Στενά το 1923 και της αντικατάστασής της από τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936, γεγονός που έχει δεχθεί η τουρκική πλευρά μέσω της επιστολής Esref, ήτοι του Τούρκου πρέσβη στην Αθήνα κατά τη δεδομένη περίοδο, και σχετικής τοποθέτησης του τότε υπουργού Εξωτερικών Aras στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Όσον αφορά τα Δωδεκάνησα, η Τουρκία δεν είναι καν συμβαλλόμενο μέρος στην υπογραφείσα το 1947 Συνθήκη των Παρισίων μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας για την παραχώρηση του συμπλέγματος από τη δεύτερη στην πρώτη. Τέλος, σχετικά με τις περιπτώσεις της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, η Ελλάδα έχει αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις υπό τον όρο της μη διεξαγωγής υπερπτήσεων, κάτι φυσικά που η Άγκυρα ουδέποτε τήρησε και σεβάστηκε.
Το δικαίωμα υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας προέχει, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η παρουσία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στα νησιά δε θα δύνατο εκ των πραγμάτων να θεωρηθεί «απειλή» για την τουρκική ενδοχώρα. Κατά συνέπεια, οι «ανησυχίες» της σημερινής τουρκικής ηγεσίας δεν είναι παρά διαπραγματευτικά χαρτιά τα οποία επιθυμεί να χρησιμοποιήσει αποκομίζοντας πραγματικά οφέλη σε άλλα μέτωπα. Γνωρίζουν καλά ότι δεν απειλείται η τουρκική ενδοχώρα, απλώς στόχος τους είναι να ζητήσουν πολλά για να πάρουν τα περισσότερα δυνατά.