Οι δημόσιες αναφορές στην έναρξη διαλόγου με την Τουρκία πληθαίνουν μέρα με τη μέρα και ποικίλουν ανάλογα με τις ιδεοληψίες και τις εμμονές του καθενός. Βέβαια, η μοναδική «εμμονή» μας θα έπρεπε να είναι η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, ενώ προς αυτή την κατεύθυνση η διασφάλιση εφαρμογής του διεθνούς δικαίου θα αρκούσε.
Αντιθέτως, η επιλογή μας να υπονομεύουμε το διεθνές δίκαιο, μέσω μειωμένων επηρειών σε νησιά με οικονομική δραστηριότητα, της μη χάραξης γραμμών βάσης και της αποφυγής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., μας καθιστά αναμφίλεκτα αφερέγγυους όσον αφορά τις διαστάσεις της αποτρεπτικής στρατηγικής μας. Τι είδους διάλογος μπορεί να λάβει χώρα υπ’ αυτές τις συνθήκες;
Πώς θα επιτύχει η ελληνική πλευρά την αναγνώριση των δεδομένων δικαιωμάτων της Στρογγύλης, όταν η τουρκική αμφισβητεί έως και το εδαφικό καθεστώς των Δωδεκανήσων;
Πώς θα περιορίσουμε την ημερήσια διάταξη στα ζητήματα οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, όταν η Τουρκία αναφέρεται σε δεκάδες νησιά με αμφισβητούμενη κυριαρχία, «κατειλημμένα» από την Ελλάδα; Διαρρέονται πληροφορίες για μοιρασιά 70-30 ή 50-50 και αναρωτιέμαι: Με ποιες γραμμές βάσης; Με την επήρεια ποιων νησιών; Τα εν λόγω ποσοστά περιλαμβάνουν και τις ζώνες μεταξύ 6 και 12 ν.μ.; Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχουμε εν τοις πράγμασι νομή επί της ελληνικής επικράτειας και θα φθάσουμε να είμαστε και ευχαριστημένοι με ένα ενδεχόμενο, για παράδειγμα, 70-30 ή με άλλα λόγια με την τουρκική αντίληψη: «Τα εμά εμά και τα εσά εμά».
Επ’ αυτού έγκειται ότι προϋπόθεση έναρξης του διαλόγου επί της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ πρέπει να είναι η προηγούμενη πλήρης εφαρμογή του διεθνούς δικαίου ως προς τις προαναφερθείσες διαστάσεις του. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ωθηθούμε σε επώδυνες υποχωρήσεις, οι οποίες δε θα θέσουν τέρμα στον τουρκικό αναθεωρητισμό αλλά αντιθέτως θα τον οξύνουν και θα καταστήσουν τον πόλεμο αναπόφευκτη εξέλιξη σε κατοπινό χρόνο και μάλιστα, με την ελληνική πλευρά σε δυσχερέστατη θέση. Συνεπώς, να κάνουμε τώρα πόλεμο;
Το ζητούμενο είναι η (επανα)σταθεροποίηση του περιφερειακού συστήματος με την Ελλάδα να διευρύνει και να προβάλει ισχύ, να διατρανώνει τη βούληση υπεράσπισης των δικαιωμάτων της και να υλοποιεί τις κατάλληλες και απαραίτητες συμμαχίες.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία συνιστούν απαράβατους όρους για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, το οποίο προσφέρει πλήθος αφορμών πραγματοποίησης ενός αντιστοίχως άναρχου διαλόγου, ενώ τουναντίον το διακύβευμα και διαρκές άθλημα είναι η απόπειρα ιεράρχησης με όρους ισορροπίας ισχύος.
Ιστορικές προσωπικότητες με ελλιπή μόρφωση (όπως σήμερα την αντιλαμβανόμαστε), αλλά με εμπεδωμένη στρατηγική κουλτούρα, αντιλήφθηκαν τα παραπάνω με ιδιαίτερη ευκολία και τα ενσωμάτωσαν στην πρακτική τους. Ας θυμηθούμε τι έγραψε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στην επιστολή του προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αναφερόμενος στη συνάντησή του με τον Κιουταχή: «Κατά περίστασιν ανταμωθήκαμεν εις την φρεγάταν του Δεριγνί την δευτέραν μέραν της υστερινής μάχης. Κατ’ αρχάς εξιπάσθην, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν και ελπίζω να του κοστίση η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέαν ότι έχει ραγιάδες και Έλληνας και εγώ με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι». Επίκληση στην ισχύ, καλλιέργεια αντίληψης στρατηγικού κόστους προς εχθούς και φίλους, αλλά και στιβαρή προσήλωση στο ύψιστο συμφέρον της επιβίωσης και κατ’ επέκταση αυτοδιάθεσης αποτελούν μόνο μερικές «βαρυσήμαντες» έννοιες εγκολπωμένες ως αυτονόητες και φυσιολογικές στις θέσεις του Καραϊσκάκη περί «διαλόγου».
Η Τουρκία, όπως εγκαίρως είχε περιγράψει και αναλύσει ο μακαρίτης Νεοκλής Σαρρής, συνιστά έναν εγγενώς αναθεωρητικό δρώντα, καθότι εμφορείται και χαράσσει πολιτική επί των οσμανικών δομών. Οσμανικών καταβολών προκλήσεις, οσμανικών καταβολών ευκαιρίες και οσμανικών καταβολών αδυναμίες συνθέτουν και συγκροτούν ένα δρώντα, ο οποίος μόνο εξισορροπείται διά της πραγματικής και όχι κατ’ επίφαση αποτρεπτικής ισχύος.