Πριν από μερικούς μήνες είχα γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Το τέλος της μικρής μας πόλης», με αφορμή την έκδοση δύο βιβλίων που τόνιζαν το ρόλο των πόλεων στον αναδυόμενο νέο κόσμο.
Διαβάστηκε, αλλά κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη να ανοίξει έναν διάλογο. Έστω και σε αντίθεση με όσα το άρθρο επισήμαινε.
Μοτίβο του, πάντως, ήταν πως η Θεσσαλονίκη βρίσκεται εκτός αθηναϊκού παιχνιδιού. Η Ελλάδα είναι ένα είδος εσωτερικής αποικιοκρατίας, με την Αθήνα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Με τον δικό του τρόπο αντιλήφθηκε αυτήν την πραγματικότητα και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας, και σ’ αυτά τα υποκατάστατα της ΔΕΘ είπε προχθές πως «η Θεσσαλονίκη πρέπει να γίνει ο δεύτερος αναπτυξιακός πόλος της χώρας».
Ο δήμαρχος το λέει κομψά γιατί έχει την ανάγκη του πρωθυπουργού σ’ αυτό που ζητάει. Ο πρωθυπουργός, όμως, δεν είναι διατεθειμένος να του κάνει τη χάρη.
Ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος σε μερικούς τομείς που διαχειρίστηκε τα πήγε καλά ως τώρα, είναι η κατεξοχήν έκφραση του αθηναϊσμού. Και ο αθηναϊσμός δεν θέλει δεύτερο κέντρο. Δεν θέλει πρωτίστως τη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό την έχει βγάλει έξω από οποιοδήποτε αναπτυξιακό πρόγραμμα της χώρας.
Έχει επιλέξει ορισμένες πόλεις τις οποίες επιδιώκει να αναπτύξει ισομερώς, χωρίς να δίνει τα πρωτεία σε καμιά. Θέλει, δηλαδή, να δημιουργήσει ένα είδος περιφερειακών δορυφόρων της πρωτεύουσας. Αλλά αυτό το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει στον αναδυόμενο νέο κόσμο. Θα αποτελέσει τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας.
Δύο μέρες προτού ο δήμαρχος εκφράσει την αγωνία του για την ωραία κοιμωμένη που διοικεί, συζητούσαμε το ίδιο θέμα με μια παρέα φίλων και συναδέλφων. Η κατάληξη της συζήτησης ήταν εντελώς απογοητευτική.
Τις πόλεις κινούν οι άνθρωποί τους. Και, κυρίως, η αποκαλούμενη άρχουσα τάξη τους. Στη Θεσσαλονίκη τέτοια τάξη δεν υπάρχει. Υπάρχουν μερικοί πλούσιοι άνθρωποι –ίσως και αρκετοί–, αλλά κάθε πλούσιος που κάθεται πάνω στα μασούρια του δεν συγκροτεί άρχουσα τάξη. Άρχουσα τάξη είναι αυτή που φροντίζει βεβαίως να κερδίζει, αλλά ενδιαφέρεται για τον τόπο και την κοινωνία που ζει. Δεν λέει το μετέωρο κοινότοπο: «Δεν χρωστάω τίποτε στην πόλη». Μπορεί αυτή η ομάδα ανθρώπων να ξυπνήσει και να κινητοποιηθεί εν γνώσει της ότι το κατεστημένο της χώρας θα της επιτεθεί με ό,τι διαθέτει; (Σας θυμίζω ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κάποιοι επιχειρηματίες θέλησαν να βοηθήσουν να παίξει η Θεσσαλονίκη ρόλο στα Βαλκάνια. Κάτι που θα εξυπηρετούσε το σύνολο της χώρας. Και την Αθήνα. Διαπομπεύθηκαν ως αποσχιστές από τα παπαγαλάκια της αθηναϊκής εξουσίας. Μιλάμε για ανθρώπους που θέτουν πάνω απ’ όλα την ακεραιότητα και την πρόοδο της χώρας. Θα αντέξει η όποια άρχουσα τάξη της πόλης εγερθεί σε μια ανάλογη πίεση;)
Στην κατηγορία των ανθρώπων της πόλης που την κινούν ανήκουν και οι πολίτες της. Πρόκειται για μια κοινωνία κατακερματισμένη, χωρίς συνείδηση των συμφερόντων της με την ιδιότητα του πολίτη. Το πολύ-πολύ να φροντίσουν τα ατομικά τους συμφέροντα. Και η αντίληψη που έχουν οικοδομήσει για το τι είναι ατομικό συμφέρον έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε συλλογική δραστηριότητα. Δεν πιστεύω πως υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο που θα ανεχόταν αυτό που τράβηξε –και συνεχίζει να τραβά– η Θεσσαλονίκη με τον ΟΑΣΘ. Ούτε θα δεχόταν να αντιμετωπίζονται από την πρωτεύουσά της ως ιθαγενείς. Κάθε φορά που κάποιος πρωθυπουργός έρχεται στη Θεσσαλονίκη φροντίζει να μιλά για κάποιο μετρό το οποίο καρκινοβατεί εδώ και 20 χρόνια. Σαν το μετρό της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα κατασκευάζεται ένα κάθε χρόνο. Τώρα προστέθηκε και άλλο αφήγημα. Η Θεσσαλονίκη θα είναι η πρώτη πόλη στην οποία οι κάτοικοί της θα μετακινούνται ιπτάμενοι. Αφού βρίσκουν και τα λένε, καλά να πάθουμε.
Θα μπορούσα να συνεχίσω με την ανάδειξη ανάλογων παθογενειών. Αλλά το σημαντικό είναι να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Και το συμπέρασμα είναι ένα: Η πόλη πρέπει να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από τις δηλητηριώδεις δαγκάνες της Αθήνας.
Θα κινηθεί στο πλαίσιο του νόμου, αλλά θα πρέπει να ξεπεράσει τις αρνήσεις και τις παγίδες που ένα επαρχιακό κατεστημένο μιας πρωτεύουσας με επαρχιακές αντιλήψεις θέλει να επιβάλλει.
Και την πρωτοβουλία αυτή πρέπει να πάρει ο δήμαρχος της πόλης. Ούτε ο υπουργός, ούτε ο περιφερειάρχης. Όμως, δεν θα έχει καμιά επιτυχία η πρωτοβουλία αν δεν υποστηριχτεί από τους πολίτες και την άρχουσα τάξη της πόλης.
Ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο βαλκανικός. Πρέπει να δει ευρύτερους ορίζοντες. Πρέπει να αναζητήσει οδούς συνεργασίας με ισχυρές δυνάμεις (ΕΕ, ΗΠΑ, Ισραήλ, αραβικές χώρες), και στα περιθώρια που υπάρχουν με τη Ρωσία και την Κίνα. (Και λέω περιθώρια γιατί δεν είναι εύκολα αυτά τα ανοίγματα και χρειάζονται εγκρίσεις. Κακά τα ψέματα.) Το είδος ανεξαρτησίας που είχαμε στα φοιτητικά μας μυαλά, δεν υπάρχει. Οι αλληλεξαρτήσεις είναι πολλές και ισχυρές. Ούτε καν οι ΗΠΑ δεν είναι ανεξάρτητη δύναμη.
Ας έχουμε υπόψη πως τα πάντα αλλάζουν. Ωρίμασαν οι διεργασίες που συντελούνταν και άρχισαν οι αλλαγές. Η Μεσόγειος αναδύεται ως ενδιαφέρον γεωπολιτικός χώρος στον οποίο θα δραστηριοποιηθούν οι δυνάμεις που έχουν συμφέρον να το κάνουν. Ακόμη και η Γερμανία αλλάζει τα στερεότυπα της εξωτερικής της πολιτικής. Η στενή της σχέση με τη Ρωσία τρίζει. Όσο και αν προσπαθεί να αντιμετωπίσει την Τουρκία με «στρατηγική υπομονή», η υπομονή της θα εξαντληθεί με τον Ερντογάν. Οι ΗΠΑ περιορίζουν το ρόλο τους στην περιοχή χωρίς να την εγκαταλείπουν εντελώς. Οι σχέσεις τους με την Τουρκία είναι αβέβαιες. Ακόμη και η ίδια η Τουρκία προβληματίζεται για το πώς να διαχειριστεί τη συνοχή της κοινωνίας της. Το αφήγημα της μεγάλης και ισχυρής δύναμης δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η Τουρκία μάλλον θα πέσει στην παγίδα του Θουκυδίδη. Η Ελλάδα –και η Θεσσαλονίκη– πρέπει να επιχειρήσουν να διαγνώσουν τις εξελίξεις μετά τον Ερντογάν. Και να τις διαγνώσουν αξιόπιστα. Λάθη δεν συγχωρούνται.
Καλώς ή κακώς, ο δήμαρχος (γιατί δεν έχει άλλο κέντρο εξουσίας η πόλη) πρέπει να συγκροτήσει μια ισχυρή και ικανή ομάδα και να αναλάβει πρωτοβουλίες. Μήπως και βρεθεί κάποιος πρίγκιπας και φιλήσει την ωραία κοιμωμένη. Και ξυπνήσει.