Οι μωαμεθανοί βρικόλακες είναι οι χορτλάχ’, σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού. Οι Πόντιοι πίστευαν ότι οι νεκροί των Τούρκων κατά τη διάρκεια της νύχτας μεταμορφώνονταν σε μικρόσωμους σκύλους, που έβγαιναν από τον τάφο τους και περιφέρονταν στα χωριά ως το πρωί.
Σχετική είναι και η κατάρα «Να χορταλεύς και ψην να μη δί’ς» (να βρικολακιάσεις και να μην βγει εύκολα η ψυχή σου).
Στην περιοχή της Πάφρας τούς έλεγαν χοτλάχ’ς. Σύμφωνα με τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων του δυτικού Πόντου, η ψυχή του κακού ανθρώπου έβγαινε τις νύχτες έξω από το μνήμα όπου ήταν θαμμένο το σώμα του, και αναζητούσε ευκαιρίες να κάνει κακό στους ανθρώπους.
Όταν πέθαινε ένας κακός άνθρωπος κανείς δεν περνούσε μόνος έξω από το νεκροταφείο, μην τυχόν και τους βλάψει, μια και πιθανότατα είχε γίνει χοτλάχ’ς.