Μια από τις πιο ταραγμένες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε το νησί της Κρήτης, με κύριους «υπαίτιους» τους χριστιανούς κατοίκους της.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξεκινά μια νέα επανάσταση στην Κρήτη, με αφορμή την περιστολή των προνομίων τα οποία είχαν παραχωρηθεί με τη Σύμβαση της Χαλέπας το 1877-78. Βασικό πρόβλημα ήταν η υπονόμευση της συμφωνίας για αστυνόμευση του νησιού αποκλειστικά από Κρητικούς, και η αποστολή 200 Οθωμανών υπό τον συνταγματάρχη Ταξίν για την εκπλήρωση της συγκεκριμένης αποστολής.
Οι εντάσεις είχαν πολλαπλασιαστεί μετά την αποχώρηση των Αιγυπτίων, ενώ τα συνεχή κινήματα είχαν καταστήσει για τους Οθωμανούς εξαιρετικά κοστοβόρα την παρουσία τους.
Σε μια σειρά περιπτώσεων της παγκόσμιας ιστορίας, αλλά και της ελληνικής, όπου οι κατοχικές δυνάμεις υπόκεινταν σε τεράστια φθορά, είχαμε αργά ή γρήγορα την αποχώρησή τους. Η περίπτωση της Κρήτης όμως δεν ήταν ίδια, καθόσον συνιστά μια υψηλής γεωπολιτικής αξίας νήσο, επαληθευμένης κατά τις επόμενες δεκαετίες μέσω των πολέμων επιβίωσης του Ισραήλ, αλλά και των αμερικανικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή και ειδικά κατά την εισβολή τους στο Ιράκ.
Η εν λόγω αξία ήταν ήδη εμφανής αιώνες πριν, και γι’ αυτόν το λόγο η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα την εγκατέλειπε οριστικά, παρά μόνο μετά από μια σειρά συντριπτικών ηττών έως και τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Αποτελεί τη νήσο η οποία παρέχει δυνατότητα προβολής ισχύος στη βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, όπου βρίσκεται άνω του 70% των αποδεδειγμένων παγκόσμιων αποθεμάτων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο).
Παράλληλα, ελέγχει κομβικά περάσματα – σημεία ασφυξίας στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου (θαλάσσιοι χώροι Κρήτης-Κάσου-Καρπάθου ανατολικά, και Κρήτης-Αντικυθήρων-Κυθήρων δυτικά).
Πρόκειται για τις γεωγραφικές ζώνες πραγματικού και δυνητικού περιορισμού των μείζονων ηπειρωτικών δυνάμεων ως συνέχεια του διαύλου Βοσπόρου-Δαρδανελίων, ενώ κύριοι γεωστρατηγικοί δρώντες του εσωτερικού της Ευρασίας είναι η Γερμανία και η Ρωσία με πόρους και δυνατότητες στην ιστορική διαχρονία, που μπορούν να πολλαπλασιαστούν σε περίπτωση απρόσκοπτης πρόσβασης στις ανοιχτές θάλασσες.
Εσχάτως δε έχει προκύψει και ως εδαφική ενότητα η οποία προσφέρει τη δυνατότητα στο ελληνικό κράτος να προβάλει ισχύ και αξιώσεις, απόλυτα νομιμοποιημένα από το Διεθνές Δίκαιο σε μια εξαιρετικά πλούσια υφαλοκρηπίδα στην καρδιά της Μεσογείου. Η μερική απεμπόληση αυτής της δυνατότητας είναι ένα διαφορετικό ζήτημα, το οποίο έχει συζητηθεί σε προηγούμενα κείμενα και δεν είναι της παρούσης – αν και σίγουρα σχετίζεται με τις διιστορικές οργανικές ανεπάρκειες του ελλαδικού κράτους.
Η Κρητική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1895 και η ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας δεν προέκυψαν εν κενώ. Αποτελούσαν μετεξέλιξη, κατά τα φαινόμενα, «ηττών» του χριστιανικού πληθυσμού όπως αυτή του 1866-69, οι οποίες κατέστησαν όμως σαφές ότι το τίμημα παραμονής των Οθωμανών θα ήταν δυσβάστακτο.
Κινητοποίησαν επίσης τα αντανακλαστικά των Μεγάλων Δυνάμεων, σε μια εποχή που η κοινή γνώμη φυσικά δεν διαμόρφωνε τις στρατηγικές συμπεριφορές των κρατών, αλλά νομιμοποιούσε ρητορικά αποφάσεις που θα επιθυμούσαν να λάβουν αλλά δεν το έπρατταν φοβούμενα το κόστος. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Βικτόρ Ουγκό μετά το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου το 1866: «Θα στραφώ προς την Αμερική: τον 18ο αιώνα η Γαλλία απελευθέρωσε την Αμερική […] Απελευθερώστε την Κρήτη και σας δίνουμε εξόφληση του χρέους σας. Πληρώνοντας την Ελλάδα, είναι σαν να πληρώνετε τη Γαλλία».
Δίχως αμφιβολία, το πολιτικό κλίμα της Κρήτης του 19ου αιώνα ήταν το πλέον κατάλληλο για την εκκόλαψη μετέπειτα ηγετικών μορφών της νεότερης ελληνικής ιστορίας, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ηγετική μορφή η οποία καθόρισε τη μοίρα της Ελλάδας με τα λάθη, τις παραλείψεις, τον ορθολογισμό και τη στρατηγική ιδιοφυΐα που τον χαρακτήριζε. Η Κρητική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1895 αποτέλεσε την τελευταία στάση πριν από την ολοκλήρωση ενός αιματοβαμμένου ταξιδιού των Κρητικών προς την αυτοδιάθεση και την ελευθερία.
Μάρκος Τρούλης