Η ροπή μας να αναζητούμε διαρκώς σωτήρες, που θα μας απαλλάξουν από τα προβλήματά μας, έχει σίγουρα μεταφυσικές προεκτάσεις. Ωστόσο στη διεθνή πολιτική η μεταφυσική ουδόλως συνιστά διαμορφωτική συνιστώσα, καθόσον οι λογικές περί «περιούσιων λαών» είναι μάλλον σοβινιστικές, ενώ σίγουρα παραμένουν αναπόδεικτες και αστάθμητες.
Εσχάτως έχουμε αναγορεύσει τον Τζο Μπάιντεν, υποψήφιο των Δημοκρατικών για το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ, ως τον επελαύνοντα τιμωρό της Τουρκίας και του μαξιμαλισμού του Ερντογάν.
Το ίδιο πράτταμε το 2016, λίγο πριν από τις εκλογές που ανέδειξαν τον Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρο των ΗΠΑ, πιστεύοντας ότι η εναντίωσή του στο φονταμενταλιστικό Ισλάμ θα τον ωθούσε να ασκήσει πιέσεις κατά της Άγκυρας η οποία υποστηρίζει διαχρονικά και συνδιαλλάσσεται με τους τζιχαντιστές του ISIS, ενώ η πεποίθησή του ότι «τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να συμβάλλουν ως οφείλουν στη διατήρηση του οργανισμού» θα οδηγούσε τις ΗΠΑ να «τραβήξουν το αυτί» της Τουρκίας η οποία έχει φθάσει να συνεργάζεται στενά με τη Ρωσία. Η προτεραιότητα, δηλαδή, στη ΝΑΤΟϊκή συνοχή θα καθιστούσε εκ των πραγμάτων αντιθετικά τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας.
Ομοίως και τώρα στηρίζουμε τις ελπίδες μας στον Μπάιντεν, αρκούμενοι σε δηλώσεις του που μάλλον στοχεύουν στην ψήφο της ελληνικής ομογένειας.
Εμβληματικό παραμένει το παράδειγμα του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ο οποίος αμέσως μετά τις εκλογές είχε σπεύσει το 2004 να αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η αμερικανική πολιτική χαράσσεται σταθερά και απαρέγκλιτα ανεξαρτήτως των ενδεχόμενων ετεροχρονισμών χάριν εκλογικών ή άλλων διαδικασιών.
Να το πούμε διαφορετικά: οι ΗΠΑ είναι «Πολύ Μεγάλη» Δύναμη για να μεταλλάσσει την πολιτική της ανάλογα με τις αλλαγές στην κυβέρνησή της, και γι’ αυτό κρίνεται ως κατεξοχήν ορθολογικός δρων.
Η αμερικανική στρατηγική συμπεριφορά καθορίζεται από την πλανητική κατανομή ισχύος, τις ίδιες δυνατότητες ελέγχου των σημείων ασφυξίας (chokepoints) και την αντίστοιχη ισχύ και βούληση των συμμάχων της Ουάσινγκτον να επωμιστούν σχετικά βάρη έναντι «λογικών» ανταλλαγμάτων. Τα εν λόγω δεδομένα δεν αλλάζουν, και ο εκάστοτε πρόεδρος αποφασίζει ορθολογικά με βάση αυτά. Συνεπώς, είναι εύλογο να οδηγείται στα ίδια συμπεράσματα, με τη μοναδική μεταστροφή να αφορά δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα όπως οι τακτικές κινήσεις ή το επικοινωνιακό ταμπεραμέντο.
Όσο η Κίνα εξακολουθεί να συνιστά στρατηγική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, όσο η Ρωσία τείνει να αναγιγνώσκεται ως δυνητικός εξισορροπητής της Κίνας, όσο η Ευρύτερη Μέση Ανατολή κατακερματίζεται και οδηγείται στο χάος και όσο ουδείς άλλος εκφράζει τη βούληση να αποκτήσει εποπτικό ρόλο αντί των ΗΠΑ, τόσο η Τουρκία θα προβάλλεται ως η περιφερειακή δύναμη της επόμενης μέρας γιατί αυτή το θέλει και αυτή κάνει προσπάθειες για να αποδείξει ότι μπορεί. Για τον αμερικανικό σχεδιασμό, η Ρωσία πρέπει να παραμείνει αρκετά ισχυρή για να εξισορροπεί πραγματικά και δυνητικά την κινεζική επιρροή στην κεντρική Ασία, στη Μογγολία αλλά και στην ίδια τη Σιβηρία. Πρέπει, όμως, να είναι και αρκετά ανίσχυρη ώστε να μην αποκτήσει συντονιστικό ρόλο στη Συρία, στη Λιβύη και εν γένει στις «θερμές θάλασσες». Γι’ αυτό (προσπαθεί να) φροντίζει η Τουρκία επιβάλλοντας κόστος στη Μόσχα.
Από αυτά δεν πρόκειται να μας σώσει κανένας Μπάιντεν, κανένας Τραμπ και κανένας… Κάνιε Γουεστ! Θα μας σώσει μια συντεταγμένη στρατηγική, η οποία θα θέσει στο επίκεντρο την αυτοβοήθειά μας με πολυδιάστατη διπλωματία και επιβολή κόστους στους συμμάχους μας, ήτοι καλλιέργεια της πεποίθησης ότι αν μας εγκαταλείψουν, θα έχουν να χάσουν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα κέρδιζαν από μια ενδεχόμενη ευθυγράμμιση με την Άγκυρα. Δεν θα μας σώσει η τακτική του «δεδομένου συμμάχου» ούτε εκείνη του «έτοιμου να συζητήσει για το οτιδήποτε». Θα μας σώσει η απαλλαγή από τη φοβικότητα και η σύγκλιση με δρώντες οι οποίοι έχουν ως συμφέρον την εξισορρόπηση της Τουρκίας, καθώς είναι λογικό αυτή η νεοοθωμανική υπερεξάπλωση να θίγει πολλούς – και όχι μόνο την Ελλάδα.
Οι ΗΠΑ κάνουν τη δουλειά τους, η Τουρκία τη δική της, κι εμείς οφείλουμε επιτέλους να κάνουμε τη δική μας.
Αναφερόμενος κυρίως στην Ευρώπη, ο John Mearsheimer είχε γράψει τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ότι «σύντομα θα μας λείψει», και η νεοοθωμανική Τουρκία αποτελεί μια τέτοια απόδειξη αναθεωρητικού δρώντα, έναντι του οποίου δεν αντιπαρατάσσεται κάποιος πανίσχυρος υπερπόντιος εξισορροπητής. Η εξισορρόπηση επαφίεται στις αντιηγεμονικές συσπειρώσεις οι οποίες, για να συγκροτηθούν, πρέπει να αποβληθούν οι λογικές Τσάμπερλεϊν. Ο κατευνασμός οδηγεί στην ανισορροπία και η ανισορροπία στη σύγκρουση.