Σούπερ σταρ της επαγγελματικής πάλης (κατς), που πρόσφερε ώρες χαράς και ξεγνοιασιάς στους δοκιμαζόμενους από το οικονομικό κραχ Αμερικανούς. Ο Τζιμ Λόντος (Jim Londos) γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1897 στο Κουτσοπόδι του Άργους ως Χριστόφορος Θεοφίλου και ήταν το μικρότερο από τα 13 παιδιά της οικογένειάς του. Η μητέρα του τον ήθελε ιερέα, ενώ ο πατέρας του τον ονειρευόταν στρατιωτικό.
Ο ίδιος προτίμησε να γίνει μετανάστης, και σε ηλικία μόλις 13 ετών εγκατέλειψε το σπίτι του, ταξίδεψε στην Αμερική κι έπιασε δουλειά ως λαντζέρης σε ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης.
Η ιδέα να ασχοληθεί με την πάλη τού δημιουργήθηκε όταν βρέθηκε τυχαία σ’ έναν αγώνα, καθώς «εξερευνούσε» τους δρόμους του Μανχάταν, λίγες ημέρες μετά την άφιξή του. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε από τη δουλειά του, γράφτηκε σ’ ένα προπονητήριο και άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος.
Πολύ σύντομα προσέλκυσε το ενδιαφέρον των οργανωτών αγώνων, καθώς διέφερε απ’ όλους τους άλλους παλαιστές. Ήταν μικρόσωμος και χωρίς κανένα ψεγάδι τερατομορφίας, ενώ διέθετε δύναμη, ευκινησία, ευστροφία και πονηριά. Οι θεατές ταυτίζονταν μαζί του στο ρόλο του «καλού» που μάχεται και τελικά νικάει τον γιγαντόσωμο «κακό» αντίπαλό του. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συνέρρεαν σε κάθε αγώνα του για να παρακολουθήσουν τα κατορθώματά του και να απολαύσουν τις θεαματικές λαβές και τα «αεροπλανικά» του.
Ο Τζιμ Λόντος –προσωνύμιο που του δόθηκε από τον αθλητικογράφο Ρόσκο Φόσετ, έπειτα από μια νίκη του στην ομιχλώδη αρένα «Λονδίνο» (London) του Πόρτλαντ– υπήρξε από τους πρωτεργάτες τους είδους της πάλης που αργότερα έγινε γνωστό διεθνώς ως «κατς».
Από το 1930 μέχρι το 1946 έδωσε περισσότερους από 2.500 αγώνες και ηττήθηκε σε λιγότερους από δέκα!
Κέρδισε πολλές διακρίσεις στην πάλη με σημαντικότερη την ανάδειξή του σε παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών στις 18 Νοεμβρίου 1938. Σκληρότεροι αντίπαλοί του, κατά τους αθλητικούς χρονογράφους της εποχής, ήταν ο «στραγγαλιστής Λιούις» και οι «Στέκερ» Μπράουνιγκ και Σίκατ.
Στην πορεία του προς την κορυφή πέτυχε τις ακόλουθες σημαντικές νίκες:
- 1916: Νικά δύο φορές τον Ρωσοαμερικανό Εϊτζάζ, πρωταθλητή Δυτικών Πολιτειών ΗΠΑ.
- 1917: Νικά τον Πίτερσον, πρωταθλητή ακτών Ειρηνικού ΗΠΑ.
- 1918: Νικά τον Νορβηγό Μπένσον, πρωταθλητή Όρεγκον.
- 1921: Νικά τον Ελληνοαμερικανό πρωταθλητή ΗΠΑ Δημητρέλλη και ανακηρύσσεται πρωταθλητής.
- 1921: Δεν καταφέρνει να νικήσει τον παγκόσμιο πρωταθλητή Στέκερ, σε αγώνα για τον παγκόσμιο τίτλο.
- 1926: Αναδεικνύεται ισόπαλος με τον «Στέκερ» Μπράουνιγκ και δεν καταφέρνει να του πάρει τον παγκόσμιο τίτλο. Στη συνέχεια ο Στέκερ έχασε τον τίτλο από τον Λούις και ορίζεται αγώνας Λόντου-Λιούις.
- 1927: Στον αγώνα για τον παγκόσμιο τίτλο, ο Λιούις δεν εμφανίζεται. Ορίζεται προθεσμία ενός μηνός για την τέλεση του αγώνα και μετά την παρέλευσή της ο Λόντος ανακηρύσσεται επίσημα πρωταθλητής κόσμου.
- 6 Ιουνίου 1930: Προκάλεσε σε αγώνα στην Αμερική τον τότε παγκόσμιο πρωτοπαλαιστή Ντικ Σίκατ (Dick Shikat), τον οποίο και κατανίκησε λαμβάνοντας ταυτόχρονα τον τίτλο του παγκόσμιου πρωτοπαλαιστή βαρέων βαρών της National Wrestling Association.
- 10 Αυγούστου 1937: Νίκησε στο Παρίσι τον διεκδικητή του τίτλου Πολωνό Κάρολ Νόβινα Ζμπίσκο.
- 18 Νοεμβρίου 1938: Αναδεικνύεται παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών (World heavyweight championship) λαμβάνοντας την περίφημη χρυσή και αδαμαντοποίκιλτη ζώνη που φορά σε πολλές φωτογραφίες. Διατήρησε τον τίτλο του ως το 1946, που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Ο συγκλονιστικός αγώνας που τον ανέδειξε παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών (1938)
Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του εργάστηκε για λογαριασμό διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων, κυρίως για την περίθαλψη και προστασία ορφανών Ελληνόπουλων, θυμάτων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Για τη φιλανθρωπική του δράση τιμήθηκε από την ελληνική και την αμερικανική πολιτεία, από τον βασιλιά της Ελλάδας Παύλο και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον.
Απεβίωσε από καρδιακή προσβολή στις 19 Αυγούστου 1975 και το μνημείο του υπάρχει στο Oak Hill Memorial Park στο Escondido της Καλιφόρνιας.
Αγώνες και φήμη στην Ελλάδα
Τον Νοέμβριο του 1928 επισκέφθηκε την Ελλάδα και οργάνωσε αγώνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας τον αήττητο ως τότε Πολωνοαμερικανό πρωταθλητή Ευρώπης Καρλ Ζμπίσκο, τον οποίο νίκησε. Στις προπονήσεις του Λόντου μαζεύονταν χιλιάδες θεατές και στον αγώνα επικράτησε το αδιαχώρητο παρά τη βροχή. Ο αγώνας έγινε με μεγάλη επισημότητα. Οργανωτής ήταν η εφ. Η Αθλητική και επίτιμοι συνδιοργανωτές ο υπουργός Παιδείας, οι πρέσβεις των ΗΠΑ και της Πολωνίας, η Ολυμπιακή Επιτροπή, ο ΣΕΓΑΣ, ο δήμαρχος Αθηναίων κ.ά.
Ο αγώνας αναβλήθηκε δύο φορές, την πρώτη επειδή ο Λόντος ασθένησε από δάγκειο πυρετό και τη δεύτερη λόγω κακοκαιρίας, και τελικά έγινε στις 2 Δεκεμβρίου με διαιτητή τον παλιό ολυμπιονίκη Δημήτρη Τόφαλο.
Το 1933 επανήλθε στην Ελλάδα και αγωνίστηκε και πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κβαριάνι, σε έναν αγώνα που διοργάνωσε ο Πανιώνιος, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του Σταδίου Ν. Σμύρνης. Για τη μεγάλη νίκη αυτή, ο μεγάλος του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε και ηχογράφησε ένα τραγούδι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο:
(Βίντεο: pankonstantopoulos)
Το όνομά του έγινε θρύλος στην Ελλάδα. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν ένα άτομο δυνατό, τον αποκαλούσαν «Τσιμπλόντο», σε παραφθορά του ονόματός του. Αναφορά επίσης στο όνομά του κάνουν και κάποια ελληνικά λαϊκά τραγούδια της ίδιας εποχής.