Στα γλωσσικά ιδιώματα της Ινέπολης, Οινόης και Σινώπης απαντάται ως σκουτέλι(ν), ενώ στα γλωσσικά ιδιώματα της Σάντας, Τραπεζούντας και Χαλδίας ως σκουτέλ’.
Η λέξη παράγεται από τη λατινική scutella και σημαίνει ξύλινο πιάτο φαγητού ή κούπα.
Το σκουτέλιν το βρίσκει κανείς και στα προδρομικά ποιήματα, δηλαδή στη δημώδη βυζαντινή ποίηση («σηκώνω το πινάκιν μου και βλέπω το σκουτέλιν»).
Επίσης διασώζονται και οι εξής παροιμίες στην ποντιακή διάλεκτο:
- «Η εμορφάδα σο σκουτέλιν ’κι εμπαίνει» (η ομορφιά δεν μπαίνει στο πιάτο), που σημαίνει ότι η ομορφιά χωρίς προίκα δεν είναι αρκετή για έναν (καλό) γάμο.
- «Φυλάττ’ ατο άρον την ελαίαν σο σκουτέλ’» (το προσέχει σαν την ελιά στο πιάτο), που σημαίνει ότι το περιποιείται πολύ, το προσέχει υπερβολικά.