Η Κύπρος είναι ενδεχομένως το σημαντικότερο γεωπολιτικά σημείο του πλανήτη, το «μεγαλύτερο και αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Βρίσκεται στην καρδιά ενός γεωπολιτικού συμπλόκου το οποίο φιλοξενεί άνω του 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων και ελέγχει δυνητικά και πραγματικά τη μοίρα των Στενών του Σουέζ, καθορίζει τις προοπτικές επιβίωσης του Ισραήλ και προσφέρει τη δυνατότητα προβολής ισχύος σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Όταν οι Βρετανοί αποφάσισαν να αποσυρθούν από διάφορες περιοχές του πλανήτη κατά την εποχή της αποαποικιοποίησης, στην Κύπρο χρειάστηκε να χυθούν ποταμοί αίματος των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και εντέλει το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε δύο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις, για τις οποίες μάλιστα διεκδικήθηκαν και δικαιώματα υφαλοκρηπίδας (!) στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το επαίσχυντο «Σχέδιο Ανάν».
Επί του νοητού πλανητικού δακτυλίου που αποτύπωνε διιστορικά τη βρετανική παντοδυναμία (Λονδίνο – Γιβραλτάρ – Μάλτα – Κύπρος – Άντεν – Ινδία – Σιγκαπούρη – Αυστραλία – Νέα Ζηλανδία – Νησιά Φόκλαντ – Λονδίνο), το Ηνωμένο Βασίλειο ουδέποτε άφησε τα πράγματα στην τύχη τους, παρά τη μεταπολεμική «μεταβίβαση της ναυτικής ηγεμονίας» στις ΗΠΑ. Η ιστορία της ανακατάληψης των Φόκλαντ κατά τη διακυβέρνηση Μάργκαρετ Θάτσερ είναι γνωστή και δεν αφορούσε καν ένα αντίστοιχα σημαντικό με την Κύπρο σύμπλεγμα νησιών. Ήταν απλώς ζήτημα διασφάλισης του διεθνούς κύρους και της αξιοπιστίας, αλλά και ανάγκης προστασίας των Βρετανών των Φόκλαντ από την επίθεση της Αργεντινής.
Για τους Βρετανούς τα Φόκλαντ ουδέποτε ήταν «πονοκέφαλος» και ουδέποτε θέλησαν να απαλλαγούν άρον-άρον από αυτά. Αντιθέτως, προστάτευσαν «με νύχια και με δόντια» τα δικαιώματά τους, όντας ανυποχώρητοι έναντι του ενδεχομένου οι λίγες χιλιάδες πολίτες τους να τεθούν υπό ξένη διοίκηση. Ούτε στιγμή δεν τέθηκε υπό συζήτηση να αφεθούν τα Φόκλαντ στην τύχη τους, σε αντάλλαγμα ενδεχόμενων εμπορικών διευκολύνσεων ή πιθανής ευνοϊκής θέσης της Βρετανίας στα αργεντίνικα εξοπλιστικά προγράμματα…
Στην περίπτωση της Κύπρου, η ανάγνωση από πλευράς των ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά είναι διαφορετική.
Η Κύπρος είναι «πρόβλημα», διαπιστώνουμε «παράνομη εισβολή και κατοχή» αλλά αφορά έδαφος ξένο, κάτι σαν κογκολέζικο, περουβιανό ή βιετναμέζικο έδαφος, όπως ακριβώς αντιμετωπίσαμε και το θέμα της Αγια-Σοφιάς ως ένα μνημείο ενδιαφέροντος για τον ελληνισμό ίδιου με του Μάτσου Πίτσου ή του Ταζ Μαχάλ. Η πρόσφατη δήλωση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας ότι «άλλο η Κύπρος» είναι ενδεικτική. Αλήθεια, τι σημαίνει «εθνική» ασφάλεια, μιας που αναφερόμαστε σε μεγαλόσχημους τίτλους; Πώς ορίζεται το έθνος και σε ποιον βαθμό τα όριά του ταυτίζονται με το κράτος; Η «ασφάλεια του έθνους» δεν συμπεριλαμβάνει την Κύπρο ή την ασφάλεια των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου; Ένα σοβαρό κράτος δεν πρέπει να θεωρεί μέρος της ασφάλειάς του ακόμη και την προστασία των δικαιωμάτων του Έλληνα τουρίστα στην άλλη άκρη της γης;
Εμείς εδώ έχουμε φτάσει να βάζουμε «πωλητήριο» στην Κύπρο και στους 1 εκατομμύριο συμπατριώτες μας, και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας, καθώς αγοράζεται απλώς και μόνο λιγοστός χρόνος πριν από τη νέα απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.
Και γράφω «λιγοστός» γιατί έχουμε περάσει σε μια ιστορική φάση που ο χρόνος είναι πολεμικός, και αυτός εκ των πραγμάτων είναι βραχύς.
Η Τουρκία έχει ανοιχτά μέτωπα σε ολόκληρη την περίμετρό της, βρίσκεται εν τοις πράγμασι σε εμπόλεμη κατάσταση και οι κινήσεις της και στο ελληνοτουρκικό μέτωπο αλλάζουν από εβδομάδα σε εβδομάδα ανάλογα με την ανάγκη –όπως αυτή την αντιλαμβάνεται– ανάληψης τακτικών πρωτοβουλιών. Στην εν λόγω διελκυστίνδα, θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τετελεσμένα όπου και όπως μπορεί, ή μάλλον όπου και όπως της επιτρέπεται, ιδιαιτέρως τη στιγμή που η Γερμανία ευνοεί μια τέτοια εξέλιξη «νεοοθωμανικής σταθερότητας» στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.