Η κούρτα, κατά το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, είναι «Η ποσότης την οποία εφάπαξ καταπίνει τις, η καταποσιά», για παράδειγμα Έπα έναν κούρταν γάλα, αλλά και Έναν κούρταν μωρόν (για πολύ μικρό βρέφος).
Το ρήμα είναι κουρτώ (καταπίνω), και σε κάποιες περιοχές του Πόντου κουρτσώ.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος παραθέτει σχετικά τις φράσεις Να κουρτά με ’κί χορτάζ’ (με μισεί θανάσιμα), Δεκανίκι εκούρτσησε (για άνθρωπο ευθυτενή), Κουρτώ τα λόγια (δεν απαντώ στην προσβολή), Εκούρτεσεν ατο (το κατάπιε, δεν απάντησε), αλλά και το αίνιγμα Μασώ μασώ, και καμίαν ’κί κουρτώ (απάντηση: η μαστίχα).
Άλλη μία σημασία του ρήματος κουρτώ: ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι.
- Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη • Άνθιμος Παπαδόπουλος, Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, εκδ. Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.