Η Συνθήκη της Λοζάνης υπήρξε η πρώτη η οποία αναθεωρούσε το διαμορφωθέν εις βάρος ηττημένου του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου πλαίσιο, ενώ προσέφερε και τον διεθνή δοκιμαστικό σωλήνα γέννησης του τουρκικού έθνους και κράτους. Με εξαίρεση την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας το 1939, η οποία ήταν «η ευκαιρία που δεν έπρεπε να χαθεί» σύμφωνα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου, το νεότευκτο τουρκικό εθνοκράτος επιχείρησε να απέχει από διεθνείς διενέξεις για περίπου 30 έτη, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η εν λόγω περίοδος θεωρείται ως η σχετικά καλύτερη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σήμερα, ακριβώς 97 χρόνια μετά, η Τουρκία επιδιώκει την ανατροπή των τότε συμφωνημένων με ένα κρεσέντο μαξιμαλισμού και επιθετικότητας.
Κατηγορεί την Ελλάδα για «παραβατικότητα» (!), τη στιγμή που η ίδια ζητά ανοιχτά την αλλαγή της «απαρχαιωμένης» Συνθήκης της Λοζάνης. Ωστόσο, λησμονεί ή θέλει να λησμονεί ότι οι ίδιες οι διεθνείς συνθήκες είναι το απαύγασμα του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας. Όμως τι σημασία έχει αυτό για μια Τουρκία η οποία θεωρεί εαυτόν αρκετά ισχυρό ώστε να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη και να προβεί σε αποσταθεροποιητικές ενέργειες εντός μιας εκτεταμένης γεωγραφικής ζώνης από τον Καύκασο και τη Νότια Ουκρανία έως τα Βαλκάνια, τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή ή ακόμη και το Κέρας της Αφρικής…
Εκεί που αρχίζει η ισχύς, τελειώνει το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό παρατηρείται στη διεθνή πολιτική, μόνο που στην περίπτωση της Τουρκίας διανθίζεται από περίσσιο θράσος, παραλογισμό και ισλαμοστραφή φασίζουσα νοοτροπία. Η Συνθήκη της Λοζάνης αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα και το αποδομεί μέρα με τη μέρα μέσω των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου, των υπερπτήσεων πάνω από εθνικό έδαφος, την εργαλειοποίηση των προσφύγων και των μεταναστών και την παρείσφρηση ισλαμιστών τρομοκρατών σε διατεταγμένη υπηρεσία, την παντελή αδιαφορία για το δημοκρατικό κεκτημένο του σύγχρονου κόσμου μέσω της μετατροπής του μνημείου της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, τη συμπόρευση με τρομοκράτες δολοφόνους, τις επεμβάσεις στα εσωτερικά άλλων χωρών και την παραβίαση της κυριαρχίας τους με αποστολή μισθοφόρων.
Η Τουρκία αισθάνεται ισχυρή γιατί έχει αυξήσει σημαντικά το ΑΕΠ της τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει προβεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτονόμηση της αμυντικής βιομηχανίας της, έχει οργανώσει την εξωτερική πολιτική της στα πρότυπα μιας μεγάλης δύναμης με θεσμούς έως και εταιρεία μισθοφόρων όπως η SADAT, έχει εκμεταλλευτεί την αδράνεια και την αδιαφορία περιφερειακών ή πλανητικών πόλων ισχύος όπως οι ΗΠΑ, αλλά, το κυριότερο: βασίζεται στην απονεύρωση των κύριων διαχρονικών αντιπάλων της, στον κατευνασμό, στην υποχωρητικότητα και στην παθητικότητά τους.
Το κεκτημένο της Συνθήκης της Λοζάνης κλυδωνίζεται κυρίως επειδή τα υπόλοιπα συμβαλλόμενα μέρη αποφεύγουν να το διαφυλάξουν.
Πότε τέθηκε σοβαρά τα τελευταία χρόνια η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών από έναν επίσημο πολιτικό-κομματικό φορέα; Πώς φτάσαμε να θεωρούμε «πολυτέλεια» και «περιττό έξοδο» την επένδυση στην ασφάλειά μας ως έθνους διά του κράτους; Γιατί αποφεύγουμε επίμονα τη δημιουργία θεσμικών οργάνων, συμβουλευτικών για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, όπως ένα Συμβούλιο –και όχι ένας σύμβουλος, όπως τώρα– Εθνικής Ασφαλείας; Γιατί αρνούμαστε πεισματικά να αποστειρώσουμε τον ευαίσθητο τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας από κομματικές παρεμβάσεις και ρουσφέτια; Σε αυτά πρέπει να απαντήσουμε πρώτα, πριν αναφερθούμε στον ούτως ή άλλως εγγενώς προβληματικό γείτονά μας. Ο σύμμαχός μας είναι ένας, μοναδικός και βρίσκεται εντός των τειχών.