Η «ειρήνη» και η «ασφάλεια» συνιστούν διιστορικά τα πλέον θελκτικά αφηγήματα για κάθε ταραξία και επίδοξο ηγεμόνα. Μόλις πέντε μήνες πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1 Απριλίου 1939), ο Αδόλφος Χίτλερ επικαλέστηκε σε ομιλία του στο Βίλχελμσχάφεν τη λέξη «ειρήνη» 26 φορές, δηλώνοντας «πόσο φιλειρηνική είναι η Γερμανία» και «πόσο προσηλωμένη είναι στη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη».
Η ρητορική αυτή κορυφωνόταν όσο πλησιάζαμε στην αρχή του πολέμου, την ίδια στιγμή που δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα ο περί ειρήνης και ασφάλειας ναζιστικός ζήλος ήταν σαφώς μικρότερος.
Κατά την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, η ρητορική ήταν παρόμοια: «Η Γερμανία αναγκάστηκε να επεκτείνει την προστασία της στους γερμανόφωνους, οι οποίοι διαβιούν σε περίκλειστες περιοχές της Τσεχοσλοβακίας και να αντιμετωπίσει την απαράδεκτη επιθετικότητα (sic) του τρομοκρατικού καθεστώτος της εναντίον τους […]. Διαρκείς εκκλήσεις για βοήθεια φθάνουν σε εμάς κάθε ώρα από όσους θίγονται και διώκονται. Ακόμη ένα κύμα μεταναστών, οι οποίοι έχουν αποστερηθεί των υπαρχόντων τους, κατευθύνονται προς το Ράιχ από τις πολυπληθείς γερμανόφωνες περιοχές […]. Προκειμένου να εξαλείψουμε την απειλή προς τη γενική ειρήνη (sic) και να καλλιεργήσουμε τις συνθήκες για την αναγκαία νέα τάξη εντός του ζωτικού χώρου, διέταξα τα γερμανικά στρατεύματα να εισέλθουν στη Βοημία και στη Μοραβία. Καθήκον τους είναι να αφοπλίσουν τις τρομοκρατικές ομάδες και τις τσεχικές συμμορίες, οι οποίες τις στηρίζουν».
Σήμερα τι βιώνουμε από πλευράς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; 1) Θιασώτης και εγγυητής της ειρήνης και της εφαρμογής των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου, 2) Προστάτης των διωκόμενων και καταπιεσμένων μειονοτήτων, 3) Παραπονούμενος ότι Ελλάδα και Κύπρος επιχειρούν να στραγγαλίσουν την Τουρκία και «να μην της αφήσουν ζωτικό θαλάσσιο χώρο», 4) Καταγγέλλων τους αντιπάλους του ως «τρομοκράτες» ή «υποστηρικτές τρομοκρατών», 5) Διασφαλίζων τα «δικαιώματα των μεταναστών». Ό,τι βλέπουμε, δηλαδή, παραπάνω.
Ενδεχομένως «να μην κομίζω γλαύκα εις Αθήνας» με αυτές τις διαπιστώσεις, αλλά οφείλεται να επισημανθεί η διαρκούσα αδιαφορία και απουσία των μεγάλων δυνάμεων, στο εσωτερικό των οποίων παρατηρείται παντελής παθητικότητα.
Όταν πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, επί παραδείγματι, ήταν ο Νέβιλ Τσάμπερλεϊν και εφάρμοζε τη στρατηγική του κατευνασμού, υπήρχε η ελπίδα του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε σαφή θέση εναντίον αυτής της πολιτικής από τα έδρανα της αντιπολίτευσης. Στις ημέρες μας, εκτός της Γαλλίας του Μακρόν, οι μεγάλες δυνάμεις έχουν οδηγηθεί σε μια στρατηγική απονεύρωση χάριν των βραχυπρόθεσμων οικονομικών κερδών τους, ακόμη και στο επίπεδο των ιδιωτικών περιουσιών των ηγετών τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι ανορθολογικές η Ρωσία, η Γερμανία ή η Ιταλία; Ακριβώς λόγω της αυξημένης οικονομικής αλληλεξάρτησης, αλλά και της δυναμικής του ισλαμιστικού αφηγήματος κινητοποίησης πληθυσμών, έχουν συνεκτιμήσει επί της παρούσης ότι το όφελος εξισορρόπησης του τουρκικού ηγεμονισμού είναι μικρότερο εν σχέσει με το κόστος. Συνεπώς, προβαίνουν σε μια ορθολογική εκτίμηση, με ευθύνη και των υπολοίπων δρώντων της περιφέρειας, οι οποίοι δε φροντίζουν να καταδείξουν ότι δεν είναι πρόθυμοι, δεδομένοι και προβλέψιμοι.
Το δραματικότερο είναι ότι ενώ ο κατευνασμός προτάσσεται με ύπουλο τρόπο ως φιλειρηνική πολιτική, είναι αυτός που οδηγεί τα πράγματα απευθείας στην κλιμάκωση και στην ένταση.
Ούσα γεωστρατηγικά εγγενώς ανταγωνιστική προς την Τουρκία, η πρώτη πέραν των ορίων θιγόμενη από τον τουρκικό μαξιμαλισμό θα είναι η Ρωσία, η οποία προτιμά να καλλιεργεί για την ώρα συνθήκες φθοράς στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, αποκομίζοντας ταυτόχρονα κέρδη από το ρωσοτουρκικό ενεργειακό εμπόριο. Όμως σύντομα θα τεθεί ενώπιον της αύξησης της εμπλοκής της Τουρκίας στα θέματα των Τατάρων της Κριμαίας ή των αζεροαρμενικών σχέσεων στον Καύκασο… «εν ονόματι της ειρήνης». Ας ελπίσουμε μόνο έως τότε να μην υπάρξουν τετελεσμένα σε άλλα μέτωπα, ή ακόμη χειρότερα μια «πυρηνικοποίηση» της Τουρκίας.