Με τη δεύτερη και πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου να έχει ξεκινήσει στις 19 Μαΐου του 1919, οπότε και ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, ο Ιούλιος του ίδιου έτους ήταν ένας μήνας έντονης διπλωματικής κινητικότητας, κυρίως με τηλεγραφήματα που αφορούσαν τους Πόντιους που ζητούσαν βοήθεια από τη μητέρα Ελλάδα.
Στις 8 Ιουλίου ο Ευθύμιος Κανελλόπουλος, αρμοστής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, διαβιβάζει κρυπτογραφημένα στο υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα το τηλεγράφημα του συνταγματάρχη Δημητρίου Καθενιώτη με το οποίο ζητείται να ενημερωθεί για τη στρατιωτική ενίσχυση που έχει υποσχεθεί η Ελλάδα, καθώς δέχεται πιέσεις από τους Πόντιους που βρίσκονται σε «αφόρητον κατάστασι».
Ωστόσο, στις 19 Ιουλίου το κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα που στέλνεται από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στον διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών και διπλωμάτη Νικόλαο Πολίτη, είναι από τον ίδιο τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο.
Ο ύπατος αρμοστής περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στον Καύκασο, όπου οι Έλληνες πρόσφυγες είναι στο έλεος της πείνας και των επιδρομών. Εξηγεί ότι είναι σε συνεννόηση με τον Άγγλο αρμοστή που έχει ειδικό απεσταλμένο στην περιοχή, ο οποίος εκτιμά ότι ο κόσμος δεν θα πρέπει να γυρίσει πίσω στον Εύξεινο Πόντο λόγω των κινδύνων που υπάρχουν.
Αυτό που ζητά από την Ελλάδα είναι να υπάρξει ένας συντονισμός και να αποσταλεί αντιπροσωπεία από το υπουργείο Περιθάλψεως ώστε να διευκολυνθεί η παλιννόστηση, είτε στην Ελλάδα είτε στον Πόντο, όσων βρίσκονται στον Καύκασο.
Ζητά επίσης να αποσταλούν εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης στο Καρς (έδρα της αρμενικής κυβέρνησης) και στην Τιφλίδα (έδρα της γεωργιανής κυβέρνησης), αλλά και να μετακινηθεί ένα ελληνικό πολεμικό ή πολλά εμπορικά στον Εύξεινο Πόντο.
Και τα δύο τηλεγραφήματα του Ευθύμιου Κανελλόπουλου έχουν διασωθεί και βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, στο Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο ρόλος του Καζαντζάκη
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μόνη δυνατή λύση ήταν η επιτόπου περίθαλψη των Ποντίων, προκειμένου να γλιτώσουν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες.
Έτσι, τον Ιούλιο του 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου ενέκρινε πίστωση 20 εκατ. δρχ. για τη διάσωση και τη βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων. Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του υπουργείου Περιθάλψεως.
Γενικός διευθυντής είχε ήδη τοποθετηθεί από τον Μάιο του ίδιου έτους ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος ανέλαβε αφενός το τιτάνιο έργο επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου, και αφετέρου την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Μαζί του πήρε και τον Γιώργη Ζορμπά, τον μυθιστορηματικό Αλέξη Ζορμπά. «Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν», γράφει ο μεγάλος συγγραφέας στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο.