Στις 24 Νοεμβρίου 1934 το υπουργικό συμβούλιο του Μουσταφά Κεμάλ αποφασίζει την μετατροπή της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης από τέμενος σε μουσείο υπό τον έλεγχο του υπουργείου Παιδείας. Στη συνέχεια πέρασε στον έλεγχο του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, το οποίο το 1972 κατάφερε να το εγγράψει στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η χθεσινή προσφυγή που εκδικάστηκε από το Συμβούλιο Επικρατείας της Τουρκίας, και με την οποία άνοιξε ο δρόμος για τη μετατροπή ξανά σε τέμενος, δεν είναι νέα υπόθεση. Από το 2016 ο «Σύνδεσμος Προσφοράς στα Βακούφια, τα ιστορικά μνημεία και το περιβάλλον» προσπαθούσε να αναιρέσει την απόφαση του 1934.
Όταν η τότε προσφυγή του για την Αγία Σοφία απορρίφθηκε, ο Σύνδεσμος επανήλθε με αίτημα για τη Μονή της Χώρας, ένα εντυπωσιακό μοναστικό σύμπλεγμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο με αντίστοιχη απόφαση του 1945 είχε μετατραπεί σε μουσείο. Εκείνη την υπόθεση την κέρδισε, ενώ με ανάλογο σκεπτικό έγινε τζαμί η Αγία Σοφία Τραπεζούντας το 2013.
Παράλληλα, οι σχετικές επεμβάσεις στην ιστορική εκκλησία της Αγίας Σοφίας στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης το 2006 προξένησαν σημαντικές ζημιές στο βυζαντινό κέλυφος του μνημείου.
Με τη νέα προσφυγή του ο Σύνδεσμος έμελλε να σφραγίσει και τη μοίρα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετώντας πλήρως την ατζέντα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που ανακοίνωσε ότι στις 24 Ιουνίου θα γίνονται προσευχές στο μέχρι πρότινος μουσείο.
Ποια πορεία όμως ακολούθησε το μέγα μνημείο της χριστιανοσύνης ως τη μετατροπή του σε μουσείο το 1934 από τον Μουσταφά Κεμάλ;
Ως γνωστό, μετά την Άλωση του 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής έκανε την Αγία Σοφία τέμενος, χωρίς ωστόσο να πειράξει οτιδήποτε στο εσωτερικό και χωρίς καμία προσαρμογή – τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες ακόμη και στην αψίδα, τον τρούλο και στα σφαιρικά τρίγωνα έμειναν ορατά έως και τον 18ο αιώνα. Ο πρώτος που ανέθεσε στον περιώνυμο αρχιτέκτονα Σινάν εργασίες προσαρμογής του χώρου σε τζαμί ήταν ο σουλτάνος Σελίμ Γ’ το 1573, ενώ σταδιακά προστέθηκαν και οι μιναρέδες.
Το θέμα της τύχης της Αγίας Σοφίας ανακινήθηκε στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας στις αρχές του 20ού αιώνα. Λόγω του διάχυτου φόβου ότι μπορεί να καταστραφεί, ο διευθυντής του King’s College Ρόναλντ Μπάροους, προσωπικός φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, δημιούργησε τον Ιανουάριο του 1919 την Επιτροπή Εξαγοράς της Αγίας Σοφίας.
Μάλιστα, τελέστηκε και Θεία Λειτουργία από τον στρατιωτικό ιερέα Ελευθέριο Νουφράκη και μερικούς Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη καθ’ οδόν προς το κριμαϊκό πεδίο της μάχης εναντίον των μπολσεβίκων.
(Φωτ.: EPA / Sedat Suna)
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1930, οπότε και υπεγράφη το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός και αρχαιολόγος Τόμας Γουίτμορ ίδρυσε το Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών Αμερικής. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν άσχετη με την Αγία Σοφία, καθώς τον Ιούνιο του 1931 του δόθηκε άδεια για την καθαίρεση των οθωμανικών κονιαμάτων από την περίοδο 1847-9 του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α’, και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους του ανατέθηκε η αποκάλυψη των ψηφιδωτών.
Το 1934, εκτός από τη μετατροπή του ναού σε μουσείο, έχουμε και την πρόταση του Ελευθέριου Βενιζέλου να δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ.
Πολλά ερωτήματα έχουν προκύψει σχετικά με τον Τόμας Γουίτμορ. Τα βασικότερα είναι το πώς ενδιαφέρθηκε για την Αγία Σοφία, πώς γνωρίστηκε με τον Μουσταφά Κεμάλ και του ανέθεσε το έργο, και πώς κατάφερε και συγκέντρωσε τους απαιτούμενους πόρους.
Ο Τόμας Γουίτμορ μπροστά από την Αγία Σοφία το 1930 (πηγή: Wikipedia)
Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι ήταν μυημένος στον βυζαντινό πολιτισμό, ότι είχε κάνει πολλά ταξίδια για τα γνωρίσει τα βυζαντινά μνημεία και τον ελληνισμό και ότι κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του στην Αίγυπτο είχε ενταχθεί στους αλεξανδρινούς κύκλους πολλών φιλότεχνων Ελλήνων, όπως του επιστήθιου Ελληνοσύρου φίλου του Γάστωνα Ζανανίρη, καθώς και του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Ένας από τους μεγιστάνες της εποχής και υποστηρικτής του ήταν ο Τσαρλς Γκρέιβ, ρωσόφιλος και εμπνευστής μιας ολόκληρης αποστολής με σκοπό την αποκατάσταση χιλιάδων Ρώσων φυγάδων μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων. Τότε ήταν που ο Τόμας Γουίτμορ, που ανέλαβε να συντονίσει την αποστολή, είδε από κοντά τι απέγινε η εκκλησιαστική κληρονομιά της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Αυτός ίσως ο φόβος –για μια επανάληψη του ρωσικού σκηνικού στην Τουρκία– οδήγησε τον Αμερικανό ακαδημαϊκό να βάλει στόχο την προστασία της Αγίας Σοφίας.
Ήδη τότε οι Νεότουρκοι είχαν κατεδαφίσει τον βυζαντινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου με τα περίφημα ψηφιδωτά στη Νίκαια της Βιθυνίας και είχαν παραδώσει στην πυρά την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης με τη μοναδική βιβλιοθήκη ελληνικών χειρόγραφων.
Το κόστος, λοιπόν, μάλλον το ανέλαβε ο Τσάρλς Γκρέιβ, που στήριζε τη Μεγάλη Ιδέα και αποτελούσε μέλος της παλαιάς Επιτροπής Εξαγοράς. Διπλωματικά συνέδραμε ο Αμερικανός πρέσβης Ι. Γκριού που ενθάρρυνε τον Τόμας Γουίτμορ να αναπτύξει σχέσεις με τον ισχυρό άνδρα της κεμαλικής Κωνσταντινούπολης, τον διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου, μετέπειτα βουλευτή και στενό συνεργάτη του Μουσταφά Κεμάλ, Χαλίλ Ετέμ Μπέη.
Τόμας Γουίτμορ και Μουσταφά Κεμάλ
Σε επιστολή του Αμερικανού σημειώνεται ότι με τον Χαλίλ Μπέη έγιναν οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην απόφαση του υπουργικού συμβουλίου τον Ιούνιο του 1931 να επιτραπεί η αποκάλυψη και συντήρηση των ψηφιδωτών –που στην αρχική τους μορφή ήταν ισάξια με αυτά της Ραβέννας–, η οποία συνεχίστηκε παρά την αντίδραση του Τουρκικού Τύπου.
Τα ψηφιδωτά εντυπωσίασαν ακόμα και τον Μουσταφά Κεμάλ, ενώ αριθμημένα αντίγραφά τους διατέθηκαν στις ΗΠΑ προς πώληση ώστε να αναχρηματοδοτηθούν οι εργασίες συντήρησης.
Βέβαια, η αμέσως επόμενη πράξη, η συγκατάθεση του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας για τη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε μουσείο, εντασσόταν σε μια γενικότερη πολιτική προβολής της ως κράτος με αυστηρά κοσμική φυσιογνωμία.
Κυρίως, όμως, η εικόνα ενός ταλαιπωρημένου από το χρόνο μνημείου δεν συμβάδιζε με τις επιδιώξεις για τη φυσιογνωμία της νέας Τουρκίας. Άλλωστε, η αρχαιολογία και η ιστορία έπαιξαν ρόλο για τη διαμόρφωση από την κεμαλική ηγεσία της τουρκικής ταυτότητας των πολιτών κατά τη διάρκεια μετασχηματισμού της κοινωνίας και απόδοσης σε αυτή μιας νέας ταυτότητας – οι γενοκτονίες των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων «λειτούργησαν» προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Αγία Σοφία το 1900 (πηγή: Twitter / Ottoman Imperial Archives)
«Όλα τα ιστορικά έργα στην Τουρκία μαρτυρούν τη δημιουργικότητα και κουλτούρα της τουρκικής φυλής, ακόμα κι αν αναφέρονται ως έργα των Χετταίων, Φρυγών, Λυδών, Ρωμαίων, Βυζαντινών ή Οθωμανών. Η ονομασία ορίζει μόνο περιόδους. Όλα είναι τουρκικά, και ως εκ τούτου είναι καθήκον όλων των Τούρκων να τα διατηρήσουν», δήλωνε το 1930 ο τότε υπουργός Παιδείας, υπονοώντας ότι ο τουρκισμός ήταν το χωνευτήρι των προηγούμενων πολιτισμών.
Στο πλαίσιο αυτό, η Αγία Σοφία, όπως και τα υπόλοιπα ιστορικά μνημεία, ήταν επιβεβλημένο να χάσει τη βυζαντινή και οθωμανική της κληρονομιά και να υιοθετήσει νέο πολιτιστικό ρόλο. Με άλλα λόγια, να μετατραπεί σε ένα χώρο που να μη θυμίζει ούτε βυζαντινή εκκλησία, ούτε τζαμί.
Έτσι, με τη βοήθεια και του Τόμας Γουίτμορ, την 1η Φεβρουαρίου 1935 η Αγία Σοφία άνοιξε τις πύλες της με τη νέα της ιδιότητα, η οποία άλλαξε και πάλι στις 10 Ιουλίου 2020.