Μέσα στην κουλτούρα του ελληνικού ποδοσφαίρου κατέχει περίοπτη θέση ο Νίκος Αλέφαντος.
Όπως και ο Γιάννης Μαντζουράνης, ο «Εθνικάρας».
Αυθεντικός, απρόβλεπτος, ατσίδα της πιάτσας, θεός του πεζοδρομίου και της ατάκας.
Ο αντίπους του βιομηχανοποιημένου ποδοσφαίρου.
Για τους πιστούς του ποδοσφαίρου ο Αλέφαντος ήταν ένας άγιος, για τους αναρχικούς ο φύλαρχος. Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκε στη Μέκκα των αναρχικών, τα Εξάρχεια.
Ο Αλέφαντος είναι η τρανή απόδειξη πως στο ποδόσφαιρο δεν είναι τα πάντα τα χρήματα.
Δεν πήγαινε τις φίρμες. Δεν ήθελε να τον επισκιάζει κανείς. Ακόμα και τον Χατζηπαναγή στον Ηρακλή, τον Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων, θέλησε να τον περιορίσει.
Σήμερα το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι πια μια Λεγεώνα των Ξένων.
Τύποι σαν τον Αλέφαντο δεν χωρούν στα ρόστερ των ομάδων.
Είναι σαν μύγα στα ρουθούνια των προέδρων, που δεν ξέρουν συνήθως πού τους πάνε τα τέσσερα.
Η δικτατορία της αγοράς είναι μισητή για τον ποιητή της αλάνας Νίκο Αλέφαντο.
Ο Αλέφαντος είναι ο παλιός κλέφτης και αρματωλός. Ο αντίπαλος της αλητείας που χαρακτηρίζει τις συμμορίες των διοικούντων. Είναι το παλικάρι.
Ο Αλέφαντος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαναστάτης. Ήξερε μπάλα, ήξερε τη ρητορική, να χαλιναγωγεί την εξέδρα.
Ο Αλέφαντος είναι ο πρύτανης της τηλεγραφικής επιστήμης.
Τα τσιτάτα του είναι τελεσίγραφα.
Ο Κύριος «τα πάντα όλα» δεν είναι πλεονασμός. Είναι το ποδόσφαιρο με το πέτσινο τόπι. Το φετίχ της φανέλας, ο ιδρώτας στα αποδυτήρια, η καύλα της νίκης, το σχεδιασμένο γκολ.
Ο Αλέφαντος ήταν στο γήπεδο ένας άγριος λύκος. Είχε την αγριότητα του λύκου απέναντι στον αντίπαλο αλλά και την απίστευτη τρυφερότητα που έχουν οι λύκοι μεταξύ τους.
Είναι μια τελευταία σημαία με νεκροκεφαλή στον ιστό των γηπέδων. Ένας πειρατής. Καλοκάγαθος που έφυγε από το μόνο πράγμα που μπορούσε να φύγει, την καρδιά του.
Γιατί είχε καρδιά αληθινή, που πονούσε, που έτρεχε σαν τρελή, που χοροπηδούσε στη νίκη και σταματούσε στην ήττα.
Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι…
Γιώργος Λιάνης